Νέα

ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΕΘΙΜΑ

2014-02-03 13:21


Ο ΓΑΜΟΣ

Οι γονείς του αγοριού συζητούσαν και έλεγαν ότι θα παντρέψουν το γιο τους. Θα πήγαιναν να ζητήσουν από τους γονείς του κοριτσιού το κορίτσι τους. Συζητούσαν και έλεγαν, θα πάμε στο σπίτι να την ζητήσουμε. Όριζαν την ημέρα που θα πάνε. Στέλνανε είδηση ότι θα πάνε να τη ζητήσουνε και έπαιρναν μαζί τους κάποιο συγγενή. Πηγαίνανε στο σπίτι συνήθως βράδυ. Ο μπαμπάς και η μαμά της νύφης ήταν ενημερωμένοι ότι θα πάνε να ζητήσουν την κόρη τους. Ξεκινούσε η συζήτηση και έλεγαν αν το παιδί ήταν εργατικό, καλό κ.λ.π. Στο τέλος αν αποφάσιζαν να την δώσουν περίμεναν να έρθει η μέρα για να συναντηθούν με τους γονείς του αγοριού. Κανόνιζαν την ημέρα του γάμου και έλεγαν: "Δικό σας είναι το κορίτσι από τούτη την ώρα". Κάνανε ετοιμασίες για τον γάμο και η πεθερά έπαιρνε την νύφη και πήγαιναν στο μαγαζί να ψωνίσουν.Από την Τετάρτη μέχρι την Παρασκευή δυο παλικάρια με λύρες, με ένα μπουκάλι ούζο και ένα ποτήρι ή με κεριά έβγαιναν και καλούσαν όλο το χωριό στο γάμο. Τους συγγενείς τους καλούσαν μ' ένα μαντίλι, με κάλτσες, με πετσέτες κ.λ.π.Το Σάββατο το πρωί έστρωναν τραπέζια και έπαιρναν πιάτα και μαχαιροπίρουνα από τους συγγενείς και τους γείτονες. Το απόγευμα αρχινούσε το γλέντι. Πηγαίνανε να πάρουν τον κουμπάρο κρατώντας δυο κότες ή μια πίτα. Εκεί χόρευαν, γλεντούσαν και μετά γύριζαν στο σπίτι του γαμπρού .Κατά της 9 με 10 το βράδυ ξεκινούσε το ξύρισμα του γαμπρού. Έπαιρνε η μητέρα του γαμπρού μια πετσέτα, τον σταύρωνε και έριχνε την πετσέτα στον ώμο του κουρέα. Έβαζαν ένα ταψί, ο γαμπρός πατούσε μέσα στο ταψί και ο κουρέας τον ξύριζε. Άντρες και γυναίκες με σταυρωτά άσπρα μαντίλια χόρευαν μπροστά του και έριχναν χρήματα σε μια πιατέλα. Όταν τελείωνε το γύρισμα ο λυριτζής έπαιζε και τραγουδούσε το τραγούδι:

"Ρασχία ντο συρίζεται, ποτάμε ντο βογάτε

α έρτε το μικρόν τ'αρνί και απ 'εσάς φογάτε.

Ομάτε και ματόφρυδα και μάτε άμον ελαίας

ερούξα και αραέβατα σι πούλι τα φωλέας".

 

To γλέντι συνεχιζόταν μέχρι το πρωί και ξανάρχιζε μετά την πρωινή λειτουργία της Κυριακής. Από το μεσημέρι οι καλεσμένοι δώριζαν στο γαμπρό και στον κουμπάρο. Υπήρχε ένας τελάλης που φώναζε: "Ο Παύλος δώρισε στον γαμπρό 100 δρχ. και στον κουμπάρο 50 δρχ., η Μαρία δώρισε στον γαμπρό ένα πουκάμισο και στον κουμπάρο κάλτσες" κ.ά. Μετά το δώρισμα συνεχιζότανε το γλέντι μέχρι την ώρα της στέψης.Στο μεταξύ ο κουμπάρος με κάποιους φίλους του και με τα όργανα πήγαιναν να πάρουν την νύφη. Αν η νύφη ήταν μακριά πήγαιναν με αλογόκαρα στολισμένα με μαντίλια ενώ αν ήταν κοντά πήγαιναν με τα πόδια. Όταν έβγαινε η νύφη από το σπίτι της, η μητέρα της έφερνε μια πίτα που ήταν τιγμένη σ' ένα σεντόνι, η νύφη την έσπαγε πάνω απ' το κεφάλι της και η μητέρα της τη μοίραζε στους καλεσμένους.Αφού έπαιρναν τη νύφη, πήγαιναν στην εκκλησία όπου γινόταν η στέψη. Όταν ο παπάς έλεγε: "Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα" η νύφη πατούσε το πόδι του γαμπρού.Μετά τη στέψη πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού χορεύοντας σ' όλο το δρόμο. Όταν έφτασαν στο σπίτι, έβαζαν στην πόρτα ένα πιάτο το οποίο η νύφη έπρεπε να σπάσει με το πόδι της. Ο κόσμος χειροκροτούσε και φώναζε: "άξια".Μετά γινόταν το αποκαμάρωμα. Εφτά νιόπαντρα ζευγάρια και ο κουμπάρος μόνος χόρευαν γύρο από τη νύφη και τον γαμπρό κρατώντας στα χέρια τους κεριά. Ο λυράρης τραγουδούσε:

"Νύφε, τίμα τον πεθερό σ', άσον κύρη σ' καλίον,

νύφε, τίμα την πεθερά σ', άσην μάνα σ' καλίον,

νύφε, τίμα τα ντράδελφα σ', άσ' αδέλφες καλίον,

νύφε, τίμα τις συγγενούς σ', άσι συγγενούς σ' καλίον".

Έπειτα έμπαινε στο χορό και ο υπόλοιπος κόσμος και το γλέντι συνεχιζόταν.Το βράδυ της Κυριακής ξανά καλούσαν τους συγγενείς και τους γείτονες και αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να φέρουν από μία κότα. Τις μαγειρεύανε, έφτιαχναν μεζέδες και το γλέντι συνεχιζόταν το πρωί της Δευτέρα.Μετά το γλέντι κάνανε το "νυμφίο". Επειδή ζούσαν πολλές οικογένειες μαζί χώριζαν ένα μέρος για τον γαμπρό και την νύφη και το έλεγαν "νυμφίο".Το πρωί της Τρίτης η νύφη έπαιρνε ένα γκιούμι νερό, μια λεκάνη και πετσέτες και πήγαινε με μια κοπέλα (μπορεί να ήταν φίλη, κουνιάδα κ.λπ.) να πλένει τα πόδια των συγγενών. Άμα τους έπλενε τα πόδια, τους φορούσε κάλτσες και τους έκανε δώρα.

Έτσι τέλειωνε ο γάμος που κρατούσε τρεις μέρες και δυο νύχτες.

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

"Έλα πουλί μ' ας φέβουμε και σα μακρά ας πάμε

να μην εξέρνε οι τουσμάν εγέ και συ ντ' εφτάμε".

"Εμείς είμεσε Πόντιοι, Πόντια σκύλ' παιδία,

σα μέσα μου φυλάττομε μοσαίρε και σπαθία".

"Ντο συλέον καρδίαν εχ'ς, είστε γελώ κλαινείς με

κι εγώ αγαπώ σε κι έρχομαι και συ παραμερίζ'ς με".

"Έλα πουλί μ' ας φέβουμαι και σα μακράν ας πάμε,

εκεί 'ναι τα πουλόπα μου κι ξέρομε ντ' εφτάνε".

Έλ' απ' αδάκες απ' ατού κι ας δι'ομεν τα σέρε,

να μη μας ξεχωρίζουνε εχθροί με τα μασαίρε".

 

ΤΑ ΒΑΦΤΙΣΙΑ

Όταν το μωρό γινόταν σαράντα ημερών, ο πατέρας πήγαινε στον κουμπάρο που τους στεφάνωσε και τον ρωτούσε αν ήθελε να βαφτίσει το μωρό. Ο κουμπάρος δικαιούταν να βαφτίσει το πρώτο τους μωρό.Για να καλέσουν τον κουμπάρο έπαιρναν μία λαμπάδα και μία πετσέτα και στέλναν τα παιδιά της οικογένειας ή συγγενικά να του πουν την ημέρα που θα γινόταν η βάφτιση. Ο κουμπάρος ψώνιζε τα βαφτιστικά του μωρού και το δώρο που θα έκανε στην μητέρα του μωρού. Δώρο ψώνιζε και η μητέρα για τον κουμπάρο.Ένας ή δύο συγγενείς ή φίλοι πήγαιναν μ' ένα καλάθι γαρίφαλα και καλούσαν τον κόσμο δίνοντάς τους από ένα.Ο κουμπάρος έφερνε στην εκκλησία δύο κουβάδες με ζεστό νερό για την κολυμπήθρα. Το μωρό το έφερνε στην εκκλησία κάποιος συγγενής και εκεί το έπαιρνε ο κουμπάρος αφού του έδινε λεφτά. Η μητέρα δεν πήγαινε στην εκκλησία, αλλά καθόταν στο σπίτι.Την ώρα της βάφτισης ρίχνανε λεφτά μέσα στην κολυμπήθρα, τα οποία τα έπαιρνε πίσω αυτός που τα έριχνε.Ο κουμπάρος έλεγε το όνομα, το οποίο δεν το ήξερε κανένας άλλος (μέχρι τότε το μωρό το φώναζαν μπέμπη-μπέμπα) και τα παιδιά έτρεχαν να πουν το όνομα στη μητέρα του μωρού. Όποιο παιδί έφτανε πρώτο του έδινε περισσότερα λεφτά απ' τα άλλα. Όταν τελείωνε η βάφτιση, σηκώνανε τον κουμπάρο ψηλά και φώναζαν "Άξιος".Μετά δύο κορίτσια έπαιρναν το νερό της κολυμπήθρας και το έχυναν σε κάποιο καθαρό μέρος και ο κουμπάρος τα έδινε λεφτά. Αντί για μπομπονιέρες μοίραζαν στον κόσμο καραμέλες, λεφτά και μικρά σταυρουδάκια.Ο κουμπάρος πήγαινε στο σπίτι της μητέρας του μωρού και εκεί η μητέρα γονάτιζε τρεις φορές, του φιλούσε το χέρι και έπαιρνε το μωρό. Τότε ο κουμπάρος της έλεγε: "Σου παραδίνω το βαφτιστικό μου να το προσέξεις σαν τα μάτια κι απ' τη φωτιά κι από όλα τα κακά".Ακολουθούσε το γλέντι.Όταν ο κουμπάρος έφευγε απ' το σπίτι πήγαινε πάνω απ' τη κούνια του μωρού, το φιλούσε και του έριχνε λεφτά. Το ίδιο έκαναν και άλλοι συγγενείς.

Έτσι τέλειωνε η βάφτιση.

 

ΚΗΔΕΙΑ

Όταν πέθαινε κάποιος χωριανός, στα παλιά χρόνια, χτυπούσε η καμπάνα και όλοι σταματούσαν τις δουλειές τους.Στο σπίτι έλουζαν τον - την νεκρό - ή, τον - την έντυναν με τα καλύτερά του - της ρούχα, τον - την έβαζαν πάνω σε μια πόρτα που έβγαζαν από κάποιο δωμάτιο του σπιτιού και τον - την σκέπαζαν μ' ένα σεντόνι μέχρι τη μέση στην διάρκεια της ημέρας και ολόκληρη στη διάρκεια της νύχτας. Δίπλα του - της έβαζαν ένα πιάτο κόλλυβα μ' ένα αναμμένο κερί.Αφού ταχτοποιούσαν τον - την νεκρό - ή, ειδοποιούσαν τις μοιρολογίστρες οι οποίες ήταν γυναίκες μεγάλες σε ηλικία που δουλειά τους ήταν να μοιρολογούν τους νεκρούς. Σιγά σιγά μαζευόταν και ο κόσμος. Οι συγγενείς μαζί με τις μοιρολογίστρες θυμιάτιζαν και μοιρολογούσαν τον - την νεκρό - ή. Αν πέθαινε η μάνα, οι κόρες της μοιρολογούσαν κι έλεγαν:

"Μανίτσα μ', μανίτσα μ', μανίτσα μ',

μερ εφέκες μας και πας, μανίτσα μ',

μικράν, ορφανάν εφέκες μας μανίτσα μ',

εμνοστέσα μανίτσα μ' όόόόόι.

Μάναν νέαν εσύ έσνε,

και μικρά είμεσε,

μερ εφέκες μας και πας, μανίτσα μ',

τον πατέρα μ' κι ελογαρίασες,

μανίτσα μ' όόόόόι".

Στο μεταξύ οι χωριανοί έφτιαχναν το φέρετρο και το σταυρό και άνοιγαν τον τάφο. Το φέρετρο, από το σπίτι στην εκκλησία και από την εκκλησία στα νεκροταφεία, το κουβαλούσαν τέσσερις χωριανοί.Μετά την κηδεία οι συγγενείς μοίραζαν λαβάσες και κόλλυβα. Έπειτα πήγαιναν όλοι στο σπίτι όπου τους πρόσφεραν καφέ και κονιάκ.Ακολουθούσαν τα τριήμερα, τα εννιάμερα, τα σαράντα, τα εξάμηνα και ο χρόνος. Στα σαράντα, μετά το μνημόσυνο, έκαναν οι συγγενείς τραπέζι στους χωριανούς. Αν ήταν νηστεία, τα φαγητά ήταν νηστίσιμα. Αν δεν ήταν, έτρωγαν ψάρια ή κρέας. Στα υπόλοιπα μνημόσυνα υπήρχε μόνο κέρασμα.

 

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

 

Τις μέρες που πλησιάζουν, τα Χριστούγεννα, σκεφτόμαστε τα παλιά χρόνια και ρωτάμε τους γερούς για τα ήθη και τα έθιμα που είχαν τότε.Κάθε σπίτι είχε και ένα γουρούνι. Την παραμονή των Χριστουγέννων το έσφαζαν και με το κρέας του έφτιαχναν "γαβουρμά" και "τσιλγάνια", όπως τα λένε στα ποντιακά. Το λίπος του γουρουνιού το λιώνανε και το χρησιμοποιούσανε στις πίτες και τα φαγητά. Φτιάχνανε ακόμα τσουρέκια στο φούρνο, που έμοιαζαν με πίτες. Τα παιδιά έψελναν τα ποντιακά κάλαντα και τους έδιναν, αντί για λεφτά, ξηρούς καρπούς, ξερά σύκα και κερατούτσες που έμοιαζαν με φασόλια αλλά ήταν γλυκές.Την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων, μετά την εκκλησία, τρώγανε όλοι μαζί στο τραπέζι πατσά. Ένα άλλο έθιμο ήταν η προσφορά δώρων στα παιδία από το νονό τους και, πολλές φορές, ο βαφτισιμιός πρόσφερε δώρα στο νονό του και αυτό λεγόταν "καλαντίασμαν".Σε άλλα μέρη οι Πόντιοι, παραμονές Χριστουγέννων, μαζεύονταν στην πλατεία και αποφάσιζαν για το γιορτινό τραπέζι. Ο καθένας αποφάσιζε τι ζώο θα σφάξει. Άλλος ένα γουρούνι άλλος μοσχάρι, άλλος κουνέλι κ.ά. Οι γυναίκες αποφάσιζαν να πάνε στην αγορά και να ψωνίσουν διάφορα λαχανικά και φρούτα.Σαν έφταναν τα Χριστούγεννα όλοι οι χωριανοί ετοίμαζαν τα τραπέζια τους κάτω στην πλατεία. Οι γυναίκες τακτοποιούσαν τα ωραία ψητά και όλοι έτρωγαν και έπιναν διασκεδάζοντας χαρούμενα και ξεχνώντας κάθε λύπη και στεναχώρια.Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς διάλεγαν ένα μεγάλο κούτσουρο για να καίγεται στο τζάκι. Πίστευαν ότι η φωτιά διώχνει τα δαιμόνια που έρχονταν από την καπνοδόχο. Το κούτσουρο αυτό το λέγανε "καλαντοκάρ". Το ίδιο βράδυ ο αρχηγός της οικογένειας έκοβε τη βασιλόπιτα, που το φλουρί της ήταν μια δεκάρα. Έπειτα ο ίδιος ανακάτευε φουντούκια με νομίσματα και τα πετούσε ψηλά τρεις φορές λέγοντας ευχές για τη νέα χρονιά. Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς πηγαίνανε οι χωριανοί στη βρύση του χωριού. Αφήνανε εκεί τσουρέκια, γλυκίσματα, φρούτα και έπαιρναν νερό (το θεωρούσαν αγιασμένο) για να ραντίσουν το σπίτι. Μετά έσπαζαν στην πόρτα του σπιτιού ένα ρόδι για το γούρι.Σε άλλα μέρη κάθε οικογένεια έπαιρνε από ένα κυδώνι και το έκοβε σε τόσα κομμάτια όσα άτομα ήταν στην οικογένεια. Μετά έβαζαν μια δραχμή μέσα σ' ένα κομμάτι, το ανακάτευαν μέσα σε μια πετσέτα και διάλεγε ο καθένας από ένα. Σε όποιον τύχαινε η δραχμή αυτός μετά έπρεπε να σηκωθεί τα χαράματα, να πάρει μια κανάτα και να πάει κάτω στην πλατεία να τη γεμίσει με νερό. Από αυτό το νερό θα έβαζε λίγο στα ζώα, θα κρατούσε λίγο να πλυθούν και λίγο για να πιουν.Μετά χρόνια, οι συνήθειες άλλαξαν, όμως μαζί τους άλλαξαν και οι άνθρωποι. Εμείς πιστεύουμε ότι τότε υπήρχε περισσότερη αγάπη και αλληλοβοήθεια παρά σήμερα.

 

ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ

 

Στα παλιά χρόνια, τα παιδιά και οι νέοι του χωριού ντύνονταν καρναβάλια μόνο το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Τριωδίου, δηλαδή της Τυροφάγου, και όχι όλες τις μέρες του Τριωδίου όπως σήμερα.Οι στολές των παιδιών ήταν απλές. Φορούσαν παλιά ρούχα του παππού και της γιαγιάς ανάποδα, σκέπαζαν το πρόσωπό τους μ' ένα τσεμπέρι, έπαιρναν μια κουδούνα ή μια βέργα και λύρα μαζί τους και γυρνούσαν στους δρόμους και στα σπίτια του χωριού χορεύοντας, τραγουδώντας και φωνάζοντας.Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι. Εκεί χόρευαν με τη λύρα χωρίς να μιλάνε και οι νοικοκυραίοι προσπαθούσαν να τους αναγνωρίσουν. Αν δεν τους αναγνώριζαν έφευγαν γι' άλλο σπίτι, ενώ αν αναγνώριζαν κάποιον φανερώνονταν και οι υπόλοιποι. Φεύγοντας τους έδιναν από μια καραμέλα και αυτή ήταν η χαρά των παιδιών.Αφού γύριζαν όλα τα σπίτια του χωριού πήγαιναν στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού και ζητούσαν συγχώρεση γιατί την επόμενη μέρα ξεκινούσε η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής.

 

ΜEΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ - ΠΑΣΧΑ

 

Η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής ξεκινούσε την Καθαρή Δευτέρα. Από το προηγούμενο βράδυ τα παιδιά φιλούσαν το χέρι του παππού, της γιαγιάς ,του μπαμπά και της μαμάς. Αγκαλιάζονταν τα αδέρφια και φιλιόνταν. Την ημέρα της Καθαρής Δευτέρας οι πιστοί πήγαιναν στην εκκλησία, κοινωνούσαν, παίρνανε αντίδωρο και από 'κει και πέρα όσοι αντέχανε κρατούσανε νηστεία για 40 μέρες. Τις τρεις πρώτες μέρες δεν τρώγανε τίποτα και δεν πίνανε ούτε νερό. Τη Σαρακοστή τα καφενεία ήταν ανοιχτά, ο κόσμος πήγαινε, αλλά δεν χόρευε κανένας. Κάθε Παρασκευή πηγαίνανε στην εκκλησία στους χαιρετισμούς. Όταν πλησίαζε η Μεγάλη Εβδομάδα σκουπίζανε τα σπίτια, τις αυλές και όλο το χωριό.Το Σάββατο του Λαζάρου φτιάχνανε τα κουλούρια που τα έλεγαν "Κερκέλε" και μαζί με άσπρα αυγά τα δίνανε στα παιδιά την Κυριακή των Βαΐων όταν έψελναν.Ερχόταν η Μεγάλη Εβδομάδα και δεν κάνανε δουλειές. Όλη την εβδομάδα πηγαίνανε στην εκκλησία. Τη Μεγάλη Πέμπτη ζύμωναν τα ψωμιά, έκαναν τα τσουρέκια και βάφανε τα αυγά. Το βράδυ πήγαιναν στα δώδεκα Ευαγγέλια. Βάζανε σε σακουλάκια διάφορα αντικείμενα, τα πήγαιναν στην εκκλησία να διαβαστούν για το καλό του χρόνου. Τη Μεγάλη Παρασκευή πήγαιναν στην εκκλησία, περνούσανε κάτω από τον επιτάφιο, κοινωνούσανε και μετά, στις 3.00, τρώγανε νερόβραστα φαγητά. Ερχόταν το Μεγάλο Σάββατο και όσοι δεν είχαν κάνει τα τσουρέκια τους τα κάναν την ημέρα αυτή. Έσφαζαν αρνιά, κότες, κόκορες, ότι είχε ο καθένας, και έκαναν τις ετοιμασίες για το Πάσχα. Οι γονείς ψώνιζαν κάποια δώρα για τα παιδιά και αυτά είχαν μεγάλη χαρά.Το βράδυ της Ανάστασης, όλη τη νύχτα, ξημέρωναν. Μετά τις 2.00, με το πρώτο λάλημα του πετεινού χτυπούσε η καμπάνα. Όλο το χωριό πήγαινε στην εκκλησία προτού ξημερώσει έβγαινε η Ανάσταση. Μετά τις 4.00 γινόταν η λειτουργία. Όποιοι ήθελαν κάθονταν μέχρι το τέλος και οι άλλοι φεύγανε για τα σπίτια τους. Ο κόσμος είχε μαζί του αυγά, τα τσούγκριζε και έλεγε το "Χριστός Ανέστη". Το πρωί, μόλις σχολνούσε η εκκλησία, βάζανε τραπέζι και έτρωγαν ως το μεσημέρι.Την πρώτη μέρα του Πάσχα τα καφενεία ήταν κλειστά. Όλος ο κόσμος ήταν έξω από τα σπίτια του και τσουγκρίζανε τα αυγά. Οι μεγάλοι, σε ομάδες 3 - 4 ατόμων πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι μαζί με μια λύρα, χόρευαν, τσούγκριζαν αυγά, τους κερνούσαν ούζο και μετά έφευγαν. Ερχόταν η δεύτερη Ανάσταση, η ώρα 12.00 το μεσημέρι. Πήγαινε πάλι ο κόσμος στην εκκλησία. Μετά όλο το χωριό μαζευόταν στην κεντρική πλατεία ή μπροστά στο σχολείο, κάποιος έπαιζε γκάιντα και όλο το χωριό χόρευε γιατί όλη την νηστεία δε χόρευε κανείς. Τα παιδιά έπαιζαν κυλώντας τα αυγά τους και όποιο είχε το πιο γερό αυγό και έσπαγε τα αυγά των άλλων τους τα έπαιρνε.

Έθιμα που επιμένουν...

 

Σε αρμονική συνέχεια του παρελθόντος, το σήμερα κρατάει ολοζώντανα αγαπημένα έθιμα που περνούν από γενιά σε γενιά. Αν βρίσκεστε εκείνες τις ημέρες στο Νομό Κοζάνης, ακούστε την καρδιά του να χτυπάει!

– Το παραδοσιακό καρναβάλι τη 2η ημέρα του νέου έτους στην Εράτυρα.

– Οι "Φανοί" και η παρέλαση του καρνάβαλου, την αποκριά στην Κοζάνη και στα Σέρβια.

– Το πέταγμα "αερόστατου" την Καθαρή Δευτέρα στον Πεντάλοφο.

– Ο διαγωνισμός χαρταετού την Καθαρή Δευτέρα στην Υψηλή Γέφυρα Σερβίων, με την παραδοσιακή φασολάδα, τα τουρσιά, τις ελιές, τις λαγάνες και το ολοήμερο γλέντι.

– Οι "Λαζαρίνες" την παραμονή και την ημέρα του Λαζάρου στην κεντρική πλατεία των χωριών του Τσαρτσιαμπά και ειδικά στην Αιανή.

– Ο "Χορός της Ρόκας" την τρίτη ημέρα του Πάσχα στη Γαλατινή.

– Η πρωτομαγιά σε εξοχικές τοποθεσίες όλων των χωριών.

– Οι "Καβαλάρηδες της Σιάτιστας", που αφού διανυκτερεύσουν την παραμονή του δεκαπενταύγουστου στο μοναστήρι της Παναγίας Μικροκάστρου, έρχονται την ημέρα της Παναγίας στη Σιάτιστα με στολισμένα άλογα και χορεύουν όλη την ημέρα με γνωστούς και φίλους στις πλατείες.

– Οι "Κλαδαριές" (μεγάλες φωτιές σε κάθε γειτονιά) την παραμονή των καλάντων, στις 23 Δεκεμβρίου και τα "Μπουμπουσιάρια" (γιορτή των μεταμφιεσμένων) την ημέρα των Θεοφανίων στη Σιάτιστα.

– Τα κάλαντα την παραμονή των Χριστουγέννων σε όλα τα χωριά.

– Οι "Μαμώεροι" ή "Μομώγεροι" είναι ένα έθιμο βγαλμένο μέσα από την ποντιακή παράδοση και διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του δωδεκαημέρου, δηλαδή από τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων έως τα Φώτα, στα Κομνηνά του Δήμου Βερμίου. Το έθιμο των "Μαμώερων" ή "Μομώγερων" προέρχεται από την περίοδο της τουρκοκρατίας όταν μεταμφιεσμένοι αντάρτες κατέβαιναν στα χωριά με σκοπό τη συλλογή και διάχυση πληροφοριών. Η κορύφωση ήταν ο τελετουργικός χορός των Μομώγερων, η αλληγορία του οποίου ανύψωνε το ηθικό των συμπατριωτών τους αλλά και τους προετοίμαζε για τον ξεσηκωμό χωρίς να το αντιλαμβάνονται οι Τούρκοι, που επίσης συμμετείχαν στα δρώμενα χωρίς να καταλαβαίνουν τι γινόταν.

– Τα "Παρχάρια" (ποντιακό γλέντι με παραδοσιακά εδέσματα, κρασί και χορό), στο Δημοτικό Διαμέρισμα Κομνηνών του Δήμου Βερμίου την τελευταία Κυριακή του Ιουλίου και στον Δγιο Δημήτριο, στο Δημοτικό Διαμέρισμα Ελλησπόντου του Αγίου Πνεύματος. Οι ρίζες του εθίμου "Παρχάρια" χάνονται μέσα στη μακρόχρονη ποντιακή παράδοση. Είναι ο εορτασμός που γίνεται για την υποδοχή των βοσκών από τα ορεινά βοσκοτόπια όπου έμεναν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Η υποδοχή αυτή γίνεται από τις συζύγους.

ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

2014-02-03 13:17

Αβούτο/Αούτο = Αυτό 
Αγγόνα = Φύδι 
Αγδήν  = Κονίαμα και Γουδοχέρι 
Αγελάδ/Xτήνον/Βούδ = Αγελάδα 
Αγλιανεύκουμαι Περνάω =  ευχάριστα 
Αγνόν =  Περίεργο 
Aγραεύω/'γραεύω =  Παθαίνω 
Αγράμπελον = Άγριο Αμπέλι 
Αγράνεμον =  Άγριος Ανεμος 
Αγρασεύω  = προσπαθώ 
Aδακά =  Εδώ πέρα 
Αερόπον  = Άνεμος 
Αέτς =  Έτσι 
Αζπάρια =  Αυλόπορτες ή εξώπορτες παράθηρου 
Αητέντς  = Αετός 
Άθια  = Άνθη 
Αίκος  = Τέτοιος 
Α'ι'τέστε =  Προχώρα 
Ακεκά  = Εκεί πέρα 
Άκλερο  = Που δεν εχει οικογενοια, ο μονος 
Άλας  = Αλάτι 
Αλικόν =  Με αλάτι 
Άμον  = Σαν 
Άναβα  = Εκτός 
Άναλον  = Ανάλατο 
Aναχάπαρα =  Ξαφνικά 
Αναμένω  = Περιμένω 
Aνέντροπος  = Αυτός που δεν ντρέπεται 
Αντρίζ' =  Γυναίκα Παντρεύεται 
Αξινάρ  = Τσικούρι 
Απάν  = Επάνω 
Απαρδάλια  = Μονοχρωμία 
Απές  = Μέσα 
Απονεγκάσκουμαι ή αναπάουμαι =  Ξεκουράζομαι 
Αποχασμούμαι =  Χασμουριέμαι 
Aπουρπουνού  = Πρωΐ 
Αραεύω =  Γιρεύω 
Άρκος  = Αρκούδα 
Aρλανεύκουμai =  Στεναχωριέμαι (ή παραπονιέμαι) 
Αρλίν =  Στεναχωρεμένο αλλα και Παραπονιάρικο 
Αρωθυμία =  Αποθυμία 
Α σήν =  Απο 
Ασηράχαντος =  Σκαντζόχοιρος 
Ασλαεύω  = Εμβολιάζω (φυτά) 
Aτεβήρευτον =  Αυτό που στέκει όρθιο 
Aτλαεύω  = Kανω μεγάλω βήμα,υπερπηδώ 
Ατό  = Αυτό 
Ατσάπαν(Άτσαπα)  = 'Αραγε 
Ατώρα  = Τώρα 
Αφκά =  Κάτω 
Άφτει (Ν'άφτει) =  Να ανάψει 
Αφώτιστο =  Αβάπτιστο 
Αχάντ  = Αγκάθι 
Αχούλ'  = Το μυαλό 
Aχπαραγμένο =  Τρομαγμένο 
Άψιμον  = Πήρε φωτιά 
Βάλον/Βάλεν =  Βάλε 
Βαρεσιγμένο  = Οκνηρό 
Βούραν  = Xούφτα 
βουρκιάντ  = ξύλο που χτυπούσανε τα βόδια 
Βρούλα =  Φωτιά 
Γαιδούρ/Γαιδίρ =  Γαίδαρος 
Γαίς  = Λουρίδα 
Γαρή  = Σύζηγος 
Γενεάν  = Γενεά 
Γεράν  = Πληγή 
Γιεργάν  = Πάπλωμα 
Γιοσμάς  = Λεβέντης, όμορφος 
Γλουπίζω  = Ξεφλουδίζω 
Γομάτο  = Γεμάτο 
Γομώνω  = Γεμίζω 
Γούλα =  Λαιμός 
Γονουσεύω =  Μιλάω 
Γουρπάν(ι)  = Θυσία 
Γουρτάρεμαν  = Σωτηρία 
Γουρταρεύω  = Σώζω 
Γουζεμέντζα/Κουζεμέντζα  = Θυμωμένη 
Γρέα  = Γριά 
Γυναικίζ'  = Ο άντρας παντρεύεται 
Δάκω  = Δαγκώνω 
Δέβα  = Πίγαινε 
Δέβολον =  Διάβολος 
Δεξάμενος  = Νονός 
Δουλία  = Δουλειά 
Εβώρα  = Ίσκιος 
Έγκα  = Έφερα 
Eγομώθαν  = Γέμισαν 
Εγρoίξα  = Κατάλαβα 
Εκλείδωσα  = Κλείδωσα 
Εκούξεν  = Φώναξε 
Έκσα  = Άκουσα 
Έκσες =  Άκουσες 
Eλάτο  = Χριστουγεννιάτικο Δέντρο 
Ελέα  = Ελιά 
Eλέπω  = Βλέπω 
Eμέτσα =  Μέθυσα 
εμοβόρα  = δεν είναι φυλική 
εμπαλίζ  = να κλείσεις ένα ξεσκησμα ρούχου 
Ενέσπαλα  = Ξέχασα 
Εντόκα  = Χτύπησα 
Εέντονε =  Έγινε 
Έξαψα  = Άναψα 
Εξέβα  = Βγήκα 
Επέζεψα  = Βαρέθηκα/Συγχάθηκα 
Εποίκα =  Έκανα 
Ερούξεν  = Έπεσε 
Εσασίρεψα  = Μπερδεύτηκα 
Έσειρα  = Πέταξα 
Εσκούται / Σηκούται =  Σηκώνεται 
Eτιγνάεψα =  Kατάλαβα 
Eτσαραφήγα =  Γραντζουνίστηκα 
Εφέκα =  Άφησα 
Εφτάγω  = Κάνο 
Eφτουλάξα  = Παθαίνω ασφυξία ή Σταναχωρέθηκαι 
Εχαρέθα  = Πήρα χάρη 
Ζαέρ  = Μάλλον μπορεί 
Ζαντός  = Τρελλός 
Ζαντή/Ζαντέσα =  Τρελλή 
Ζαρωτά  = Στραβά 
Ζατί  = Όπως χρησιμοποιείται το ιστέ κάτι σαν το "μωρέ" 
Ζενγκιλούκ =  Πλούτος 
Ζονάρ  = Ζώνη 
Ζουβάλ  = Ενα είδος καλαμπόκι 
Hβρίζω  = καθάρισμα σιταριού ή σουσάμι 
Ήμσον =  Μισό 
Θελκούρας  = Άταχτα Κορίτσια 
Θiγατέρα  = Κόρι 
Θρημούλια ή θρυμουλόπα =  Ψήχουλα 
Ιθάκ  = Στήθος της Αγελάδας 
Ιλιαεύω  = Χαιδεύω 
Ιμς  = Μισό 
Ινιάτ ή ινάτ =  Πείσμα 
Καλατσεύω  = Μηλάω 
Καλομάνα  = Γιαγιά 
Κανείται =   Φτάνει 
καράκωσε =  κλείδωσε 
Κάτα =  Γάτα 
Kέλεου =  μεγάλος ποντικός 
Κεπίν =  Κύπος 
Καρά  = Μαύρο 
Καρδόπον =  Καρδιά 
Καρτόφα =  Πατάτα 
Καταμάγια  = Το ξύλο με το βρεγμένο πανί 
Κεβιαζιάς =  Πολυλογάς 
ΚΕβΕζού =  μία που μιλάει πολύ 
Κιφάλ =  Κεφάλι 
Κλώσκουμαι =  Γυρνάω 
Κονεύω =  Μπαίνω 
Κορτσόπον =  Κορίτσι 
Κοσσάρα =  Κότα 
κοτός =  καλαμπόκι 
κουνίεται =  κουνιέται 
Κούπα =  Mπρούμυτα 
κουτούνα =  κοτσάνι 
Κουτσή =  Κορίτσι 
Κρομίδ =  Κρεμίδι 
κχύνω =  Ρίχνω 
Λαϊσκουμαι =  Κουνιέμαι 
Λαΐστέρα =  Κούνια/Κουνίστρα 
Λάσκουμαι =  Τριγυρνάω 
Λαχόρ =  Λουρίδα 
Λελέυω = Λατρεύω 
Λειβαδοτόπα =  Λειβάδια 
Λεφτοκάρ =  Φουντούκι 
Λίβ(ι)α =  Σύννεφα 
Λιθάρ = Πέτρα 
Λινέα  = Σύρμα που κρεμούσαν τα ρούχα 
Λυκοκαλομάνα =  Πρόγιαγιά 
Λώματα  = Ρούχα 
Μαερεύω  = Mαγειρεύω 
Μαντζίρα/Ξύγαλα =  Γιαούρτι 
Μάραντα =  Λουλούδια 
Mανουσάκ =  Κυκλόμηνα 
Μεντζόν Κάποιον =  Φωνάζω 
Μιντίκ =  Μικρό/Ζωηρό 
Μοθοπώρ =  Φθινόπωρο 
Μονάζω =  Φιλοξενώ 
μουτούλ =  καρφί μπρωστά στο βουρκιάντ που τσιμπούσε 
Ναζλής =  Ναζιάρης 
Ναινά  = Καθρέφτης 
Νακενάρ  = Mανιτάρι (Σάντα) 
Nαλίν  = Tσοκαρο 
Ναμούς  =Συνείδηση 
Nάρ =  Ρόδι 
Νεβίζω =  Σβήνω 
Νέγκασμα / Νεγκασίαν  = Κούραση 
Νέισα  = Νέα 
Νεμπέφτει =  Πέφτει 
Νέπε =  Άνδρα = (η γυναίκα τον Άνδρα) 
Νεραξία/Νερεσία =  Σίχαμα 
Νέψα =  Γυναίκα (α άνδρας την γυναίκα) 
Νέτση (απο το νε κουτσή) =  Κορίτσι 
Νιάτ =  Ο τρόπος συμπεριφοράς (ενός ανθρώπου) 
Nιάτ =  Σκοπός/θέληση/γνωμη 
Νίφκουμαι / Νίβομαι  = πλένω το πρόσοπό μου 
Νισαλού =  Αρραβωνιαστικιά 
Νισάν =  Σημάδι 
Νοσσάκα =  Πουλάδα 
Νούνιγμαν =  Σκέψη 
Νουνίζω =  Σκέφτομαι 
Νούντζον  = Σκέψου 
Ντο  = Τι 
Νύφε =  Νύφη 
Νυφέπαρμαν  = Γαμπρός & Κουμπάρος πηγαίνουν νύφη στην εκκλησία 
Nυχτοπούλ  = Nυχτοπούλι 
Ξάι =  Καθόλου 
Ξαν =  Ξανά 
Ξύνω  = Ρίχνω 
Ογραεύω =  Παθαίνω 
Oκνέας =  τεμπέλης 
Ομάττια =  Μάτια 
Oμούτ  = Eλπίδα 
Oμνίσκουμε/Ορκίσκουμε  = Ορκίζομαι 
Ονίδισμαν  = Kοροϊδία 
Οξαεύω  = Χαιδεύω 
Οξοπίς =  Πίσω 
Οπις =  Πίσω 
Οράζω/Οριάζω =  Προσέχω/Παρακολουθώ 
Όραμαν = Όνειρο 
Oρμάνε  = τα δάση 
Ορμίν  = Ποταμάκι 
Ορτάρι =  Kάλτσα 
Οφίδ =  Φίδι 
Οφύγον =  Φύγε 
Oψε =  Εχθές 
Παλαλέσα =  τρελλή 
Παλαλός  = Παλαβός 
Παράδας  = Λεφτά 
Παρχάρ=  Οροπέδιο 
Παρχαρομανα =  Γυναίκα που πρόσεχε το παρχάρ 
πατήτσια =  φασολάκια 
Πατσί = Αδερφή 
Περισιάν =  Ακατάστατος / Aτημέλητος 
Περισάντς  =Tαλαιπωρημένος, τυρρανισμένος 
Πεσλεεύω =  Θρέφω 
Πεχλιβάν  = Παλικαράς 
Πεγάδ =  Πηγάδη 
Πεγαδομάτε =  Μάτι του Πηγαδιού 
Πίλικο =  Φάκελο 
Πιλπίλ  = Tο "μπλαμπλα" 
Πιπίλ  =  Σπόρο 
Πoίσον =  Κάνε 
Ποδάρ  = Πόδη 
Πολεμώ =  Προσπαθώ 
Πουργού  = Μικρί σήδερο για τρυπάνι 
Πουτσή  = Κορίτσι 
Πυρίφτε = Ξύλο που έριχναν το ψώμι 
Ραγκάν =  Κορυφή του Βουνού 
Ρακάν =  Μικρό Ύψωμα 
Ραχία =  Βουνά 
Ράσα  = Ωμος 
Ραχνά =  Αράχνι 
Ρεβόλ =  Είδος πιστολιού 
Ρίζα μ' Ρίζα μου = (χαϊδευτικό, χρήση όπως το πουλί μ') 
Ρωθωνίζω  = Ροχαλίζω 
Ρούζω =  Πέφτω 
Σα  = Στα 
Σαλαχανού = Μία που τριγυρνάει πολύ 
Σαμαρτσούκ(Σαμαρτσούχ) = Ένα είδος δέντρο 
Σαρί =  Ξανθό 
Σαφλάς =  Σάλια 
Σαφλέας =  Σαλιάρης 
Σαχτάρ =  Στάχτι 
Σεβάσκομαι =  Σέβομαι 
Σεβντά =  Αγάπη 
Σείρω  = Να Πετάξω 
Σεκέρ  = Ζάχαρη 
Σερεύω =  Μαζεύω 
Σέφτελος  = Χαζός 
Σιασιουρεμένος =  Μπερδεμένος 
Σιάπκα/Σιάφκα  = Καπέλλο 
Σιλευτέρ =  Σφουγγαρόπανο και για άνθρωπο απαξιωτικό) 
Σιλεύω =  Σφουγγαρίζω 
Σιρ =  Πετάω 
Σκαμνίν =  Σκαμνή 
Σκολέκ =  Σκουλίκι 
Σκωτούσαι =  Σκοτώνεσαι 
Σκούμαι =  Σηκώνομαι 
Σκυλάζω  = Βρωμάω 
Σορός =  Δάση 
Σούκ =  Σήκω 
Σουμάδεμαν =  Αρραβώνας 
Σουμπούλα  = η κουνιστή και όμορφη 
Σουρούκ/Σουρούχ =  Μακρύ ίσιο ξύλο για διάφορες χρήσεις 
Σοχάγα/Σοκκάκι =  Μικρό δρομάκι 
Σπαλίζω =  Κλείνω 
Σπαριέλ =  Σουτιέν 
Σπογγίζω  = Σκουπίζω 
Στα/Αστά ή Εστά =  Σταμάτα/Περίμενε 
Στούδ =  Κόκκαλο 
Στράτα  = Δρόμος ή Πεζοδρόμιο 
Ταγιανίζω  = Aντέχω 
Ταπιάτ =  Χαρακτήρα 
Ταρά(γ)ουμαι =  Aνακατεύομαι 
Ταράζω  = Ανακατεύω 
Tαραήλτς ή ταραήλες =  Το ουράνιο τόξο 
Tαραπουτζίζ  = Χοροπηδάω 
Τελένω  = Τελειώνω 
Τεμέτερον  = Δικό Μας 
Τ'εμόν  = Δικό Μου 
Τ'εσόν =  Δικό Σου 
Τέρεν =  Κοίτα 
Τεστόπον = Στάμνα 
Τιδέν  = Τίποτα 
Τιζεύω  = Bάζω στη σειρά 
Τοσπαγάνος =  Χελώνα 
Τρανίνω =  Mεγαλώνω 
Τσαίζω =  Φωνάζω 
Τσαμουρένεν τεστόπον =  Xωμάτινη στάμνα 
Τσαρτιλίζ =  Σπινθηρίζει 
τσαφίζω/τσαφίουμαι ή κνέσκουμαι =  ξίνομαι 
Τσερίζω =  Σκίζω 
Τσιλίδ  = Κάρβουνο 
Τσιλντεύω =  Ουρώ 
Tσαμούρια  = Λάσπες 
Τσιλίδια  = Κάρβουνα 
τσιμίσκος =  ηλίανθος 
Τσουμίζω =  Στραγγίζω 
Τσουμούρ  = ψύχουλα απο ψωμί μαζί με λάδι τιγανητό 
Τσούνα  = Σκύλα 
Ύειας  = Υγεία 
Υλάζω =  Γαβγίζω (λέω κάτι δυνατά) 
Φαντάλα =  μια που μιλούσε πολύ 
Φάζω  = Ταϊζω 
Φο(γ)ούμαι =  Φοβάμαι 
Φουρκίζω =  Πνίγω 
φουρνίν =  φούρνος 
Φουρνός  = Βάτραχος 
Φουτίν  = Κρυφό κλάσιμο 
Φρανταλα  = Όμορφη γυναίκα 
Φτουλίζω =  Ξεπουπουλιάζω, μαδάω 
Φωταχτερέας =  Φωτισμένoς (λάμπει) 
Φωταχτερού =  Φωτισμένη (λάμπει) 
Xαθ =  Χάσου 
Xαιρετίας   = Χαιρετισμούς 
Χαμούφτας  = Φράουλα 
Χαντιλιάγουμαι =  Γαργαλιέμαι 
Χαντόσχερο =  Σκαντζόχηρος 
Χασεύω/ζεματώ  = Καίω 
Χάταλα =  Παιδιά 
Χαψία  = Ψάρια 
Χείλε =  Xείλια 
Χείλε =  Χίλια 
Χερ' =  Χέρι 
Χερόπον =  Χέρι 
Χουζάρ  = Πριόνι 
Χουλέν  = Ζεστό 
Χουλιάρ =  Κουτάλι 
Χτήνον  = Αγελάδα 
Ψαλαφώ =  Ζητώ 
Ψη =  Ψυχή 
Ψη μ' =  Ψυχή μου 
Ωβάζω  = Κάνω αυγά 
Ωβοτάραχον =  Ταραμάς,χαβιάρι 
Ωβόν  = Αυγό 
Ωνώ  = Τεμπελιάζω 
Ωμεσα =  Ωμή 
Ωμίν =  Ώμος 
Ωράζω (Ωριάζω) =  Προσέχω ένα μέρος 
Ωρίαγμαν =  Φροντίδα,Επιτήρηση 
Ωτιν =  Αυτί 
Ωφ  = Επιφώνημα πόνου/στεναχώριας 
Ωφλαεύω =  Αναφωνώ την λέξη 'Ωφ'


 

ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ ΟΙ ΜΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΗΜΕΡΕΣ ΣΤΑ ΠΟΝΤΙΑΚΑ

2014-02-01 23:22

Οι εποχές:

Άνοιξη = Άνοιξη

Καλοκαίρι  = Θέρος

Φθινόπωρο = Μοθόπωρον

Χειμώνας  = Χειμωγκόν

                                                                                                  

 Οι μήνες:

Καλαντάρτς καλή χρονία, κόρ’ εσύ εσέν ερία καλαντάρτς και νέον έτος, κόρ’ θα παίρω σε οφέτος

Ο Κούντουρον έν’ λειψός, ποδεδίζω το Χριστό σ’.

Ο Μάρτς φέρ’ τα χελιδόνα κελαϊδούν και λύν’ν τα χόνα

Απρίλτς έρται και περά, τ’ άλλο κλαίει τ’ άλλο γελά.

Έρθεν ο Καλομηνάς, γάλαν φά όσον πεινάς.

Ο Κερασινόν φέρ’ ήλιον και μαραίν’ σε άμον μήλον.

Έρθεν και ο Χορτοθέρτς, έπαρ’ το καγάν’ ‘ς σο χέρτς.

Αύγουστον φέρ’ τα γεμίσα ας σην κορφήν ως τα νύχα. (Και Αλωνάρτς)

Ο Σταυρίτες ρεντσιπέρτς, έναν σπέρτς και δέκα παίρτς.

Ο Τρυγομηνάς φέρ’ ξύλα και μαραίν’ και ρούζ’ τα φύλλα.

Αεργίτες έν’ ζεγκίντς φέρ’ κρύα νερά και πίντς.

Κι ο Χριστιανάρτς φέρ’ κρύον νασάν εκείνον π’ έχ‘ τον βίον.

Ιανουάριος = Καλαντάρ’ς

Φεβρουάριος = Κούντουρον και Λειφτός

Μάρτιος = Μάρτς

Απρίλιος = Απρίλτς

Μάϊος = Καλομηνάς

Ιούνιος = Κερασινόν

Ιούλιος = Χορτοθέρτς

Αύγουστος = Αλωνάρτς και Αύγουστον και Άγουστον

Σεπτέμβριος = Σταυρίτες

Οκτώβριος = Τρυγομηνάς

Νοέμβριος = Αεργίτες

Δεκέμβριος = Χριστιανάρτς

                                                                                                       

Οι ημέρες:

Την Δευτέραν ‘κι δουλεύ’νε οι τεμπέλ’ πώς κετσινεύ’νε; (Πώς περνάνε;)

Άψον τ’ άψιμο σ’ την Τρίτ’ και μη καίει σε το κιρπίτ’ (σπίρτο).

Την Τετράδ’ αν τρως ελάδ’ κόφς και τη δαβόλ’ τ’ ουράδ’.

Θα κοιμούμ’ όλεν την Πέφτ’ τ’ αρνί μ’ κάτς φοούμε κλέφτ’.

Η Παρασκευή κλαμένον λημονεύ’νε αποθαμένον.

Σάββα δέβα ‘ς σην δουλεία σ’ έλα εφτάμε εμείς φιλίας.

Σήμερον έν’ Κερεκή στα ολίγον κι επεκεί.

ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

2014-01-26 16:59

Η Ποντιακή λύρα είναι το κατ΄ εξοχήν μουσικό λαϊκό όργανο των Ελλήνων του Πόντου που ανήκει στην κατηγορία των εγχόρδων τοξοτών μουσικών οργάνων, δηλαδή που χειρίζονται με τόξο (κοινώς δοξάρι, ποντιακά: τοξάρ). Το μήκος του κυμαίνεται από 55 μέχρι 60 εκατοστά.

Γενικά

Η ποντιακή λύρα είναι ένα τρίχορδο πλήρες μουσικό όργανο στη κατηγορία του και για τους σκοπούς που χρησιμοποιείται. Χορδίζεται «κατά τέταρτα» και συνοδεύει τραγούδι και χορό. Διακρίνεται από τη μοναδικότητα της φιαλόσχημης μορφής του με μακρύ λαιμό και στενόμακρο ηχείο, που φέρεται να μην έχει αλλάξει από την πρώτη του εμφάνιση. Κατά κανόνα ο τρόπος χειρισμού, παιξίματός της παρουσιάζει χαρακτηριστικά στοιχεία βυζαντινής προέλευσης.
Κατά τη χρήση του οργάνου ο Πόντιος λυράρης «παίζει» τη λύρα είτε όρθιος είτε καθιστός. Συχνότερα όμως βρίσκεται στη μέση του κυκλικού χορού παίζοντας εύθυμα και διεγείροντας τους χορευτές.

Η Ποντιακή λύρα φέρεται επίσης και με το όνομα κεμετζές (αρσενικό ο), ή κεμεντζέ (θηλυκό, η), όνομα που κατά τους ερευνητές πιθανότερα να προέρχεται από την περσική λέξη «καμάτσια» που ως είδος λύρας εμφανίσθηκε στη Β. Περσία τον 10ο αιώνα (μ.Χ.), χωρίς να παραγνωρίζεται η πιθανότητα να προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη κέλης (= σκάφος) ή το ρήμα κέλομαι (= παροτρύνω) με μετάπτωση του λ σε μ. Η Ποντιακή λύρα έγινε περισσότερο γνωστή στην Ελλάδα μετά την γενοκτονία των Ποντίων και τον ολοκληρωτικό ξεριζωμό τους την περίοδο 1922 – 1923.

Καταγωγή

Για την καταγωγή της ποντιακής λύρας σημαντικές πληροφορίες έχει δώσει ο Γάλλος μουσικοσυνθέτης και ιστορικός μουσικός Βιντάλ Λουΐ Αντουάν (Vidal Luis Antoine) ο οποίος στο σπουδαίο τρίτομο έργο του έχει συμπεριλάβει κατασκευές μουσικών οργάνων σχεδόν όλων των ιστορικών περιόδων όπως επίσης και σπουδαίους μουσικούς εκτελεστές (οργανοπαίκτες).
Ειδικότερα για την ποντιακή λύρα την παρομοιάζει με τα έγχορδα μουσικά όργανα της Δύσης (Ευρώπης) όπως π.χ. με το Ποκέτ (Pochette) της Γαλλίας και το Κιτ (Kit) της Αγγλίας που από τον 16ο αιώνα μέχρι και το τέλος του 18ου αιώνα ήταν τα κατ΄ εξοχή μουσικά όργανα χορού, δίνοντας πρόσθετη πληροφορία ότι το τριγωνικό κεφάλι της ποντιακής λύρας έχει θρησκευτικό χαρακτήρα που συμβολίζει την Αγία Τριάδα.

Ένας άλλος επίσης σπουδαίος μουσικός ερευνητής βαθύς γνώστης, δάσκαλος και συγγραφέας της αρχαιοελληνικής, βυζαντινής και δυτικής (ευρωπαϊκής) μουσικής είναι ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος του Δυρραχίου που καταγόταν από τη Μάδυτο. Ο Χρύσανθος σημειώνει χαρακτηριστικά ότι από τα μέσα του 15ου αιώνα υφίστανται τριών ειδών λύρες:

1.    η τρίχορδη λύρα, η οποία ήταν αποκλειστικό μουσικό όργανο των Ελλήνων του Πόντου.

2.    η τετράχορδη λύρα, που αναπτύχθηκε στη Δύση και ονομάστηκε βιολί, και

3.    η επτάχορδη λύρα, που έφερε το αραβοπερσικό όνομα Κεμάν ή Κεμενέ, που ίσως και αυτό ν΄ αποτελούσε αρχικά όργανο των Ελλήνων του Πόντου που το χρησιμοποιούσαν σε πολύ επίσημες γιορτές.

Τέλος άλλοι ιστορικοί του είδους θεωρούν την ποντιακή λύρα παραλλαγή του τρίχορδου αραβικού του ανακτόρου Ρεμπράμπ.

Περιγραφή μερών

Ποντιακή λύρα - Κεμεντσές

#

Ποντιακή ονομασία

Σημασία

Λειτουργία

1

Το κιφάλ

Η κεφαλή

Κλειδοκράτορας

2

Τα ωτία

Αυτά (ώτα)

Κλειδιά (σήμερα μηχανικά)

3

Η γούλα

Λαιμός

Ράχη, σημείο ανάπαυσης του αντίχειρα

4

Η γλώσσα

Γλώσσα, ταστιέρα

Ταστιέρα

5

Το καπάκ

Καπάκι, κάλυμμα

Ηχείο

6

Τα ρωθώνια

Ρουθούνια

Οπές ηχείου (ονομάζονται «αυτιά» στο βιολί)

7

Ο γάιδαρον

Καβαλάρης, γάιδαρος

καβαλάρης, γέφυρα

8

Το παλικάρ

Παλικάρι

Χορδοστάτης (σημείο εκκίνησης ή «αγκυροβόλησης» των χορδών)

9

Το σκαφίδ

Σκάφος

κυρίως σώμα (ηχείο)

10

Το στυλάρ

Στυλιάρι

ψυχή (εσωτερικό εξάρτημα του οργάνου)

11

Τα κόρδας

Χορδές

Χορδή

Η Ποντιακή λύρα διακρίνεται στα ακόλουθα χαρακτηριστικά μέρη: Κύριο σώμα, εξαρτήματα και το τόξο

Κύριο σώμα

1.    Το κυρίως σώμα του οργάνου, ονομάζεται "σκάφος", έίναι φιαλόσχημο και συγκροτείται από:

2.    Το καπάκι ή καπάκ που είναι η άνω επιφάνεια του σκάφους.

3.    Ο βραχίονας, ή λαιμός, ή γούλα, ή μπράτσο.που είναι το πάνω μέρος του οργάνου που βαστάει ο λυράρης με το αριστερό χέρι.

4.    Η γλώσσα, ή ταστιέρα, ή σπαλέρ (άλλοι ονομάζουν σπαρέλ, εκ του ιταλικού "σπαλιέρα" (= περίφραγμα), που ονομάζεται έτσι το ειρεισίνωτο

5.    Το κεφάλι, ή κιφάλ , ή κεφαλή, το ανώτερο τμήμα του οργάνου

6.    Η ράχη (ή ράshια), ή πλάτη, το πίσω μέρος του οργάνου.

7.    Η ψυχή, ή στυλάρ, ή στουλάρ, πρόκειται για ένα ευλίγιστο σχετικά ξύλο που είναι σφηνωμένο στο εσωτερικό του οργάνου μεταξύ ηχείου (καπακιού) και της πλάτης (ράχης).

8.    Τα μάγουλα, ή μάγλα λέγονται οι πλευρές (δεξιά και αριστερά) του οργάνου (σκάφους)

9.    Τα ρωθώνια, ή ρουθούνια: λέγονται αυτά που σχηματίζουν μικρά τόξα και στις άκρες τους φέρουν τρύπες όπως οι προηγούμενες.

Εξαρτήματα

1.    Τα ωτία, ή αυτιά, ή κλειδιά: τρία ξύλινα εξαρτήματα σχήματος Τ στα οποία που σφηνώνονται σε τρύπες της τριγωνικής κεφαλής όπου τυλίγονται οι άνω άκρες των χορδών. Σήμερα χρησιμοποιούνται μηχανικά ωτία με γρανάζια.

2.    Το παλικάρι, ή παλικάρ, ή χορδοκράτης: είναι ξύλινο εξάρτημα σχήματος μακρόστενου Δ, που βρίσκεται στο κάτω μέρος, πάνω στο οποίο στερεώνονται οι κάτω άκρες των χορδών.

3.    Ο καβαλάρης, ή γάιδαρον, ή γαϊδούρι, ή γέφυρα, εξάρτημα που φέρει τρεις χαράξεις - εγκοπές από τις οποίες φέρονται οι τρεις χορδές για να μη μετακινούνται δεξιά - αριστερά.

4.    Οι χορδές, (τρεις), που στερεώνονται στο παληκάρ και, όπου μέσα από τις τρεις οπές του που βρίσκονται στο πάνω μέρος του, φέρονται πάνω από τις εγκοπές του καβαλάρη και καταλήγουν στα ωτία, απ΄ όπου γίνεται η διαδικασία του χορδίσματος (και όχι κουρδίσματος που λανθασμένα έχει επικρατήσει). Από το σημείο του καβαλάρη οι χορδές στην οριζόντια όψη τους ισαπέχουν μεταξύ τους μέχρι το λαιμό όπου αρχίζουν ελαφρά να συγκλίνουν πάνω από το κέντρο της γλώσσας καταλήγοντας στα ωτία.

Οι χορδές φέρουν τις ονομασίες "ζιλλ", "μεσαία" και "χαμπά" και χορδίζονται άλλοτε σε ψηλό τόνο λεγόμενο "ζήλεια" και άλλοτε σε χαμηλό, λεγόμενο "καπάνια". Οι χορδές της ποντιακής λύρας μέχρι το 1920 ήταν από μετάξι και παρήγαν ωραίο μελωδικό πλην όμως χαμηλό ήχο. Σήμερα οι χορδές είναι μεταλλικές σε τόνους λαμι και σι.

Τόξο

Το Τόξο ή "τοξάρ" ή "δοξάρι" είναι ξεχωριστό εργαλείο και απαραίτητο για τη χρήση του οργάνου. Το όνομά του προέρχεται από το τόξο που δημιουργούν οι ίνες του. Πρόκειται για μακρύ ξύλινο όργανο, μήκους περίπου 60 εκατοστών, που φέρει δύο πλευρές η μπροστινή πλευρά φέρει δέσμη ινών που καταλήγουν στις άκρες του, η πάνω που λέγεται "μύτη" και η κάτω που λέγεται "τακούνι". Οι ίνες περνώντας από τη μύτη καταλήγουν στο τακούνι όπου δένονται εκεί με δέρμα. Το σημείο αυτό που είναι κυλινδρικό κρατιέται με το δεξί χέρι του οργανοπαίκτη και με το μέσο και παράμεσο δάκτυλο πιέζεται ώστε η δέσμη να διατηρείται τεντωμένη.

Η κατασκευή του τοξαριού πρέπει να είναι αρκετά προσεγμένη δεδομένου ότι αποτελεί το άλφα και το ωμέγα ως εργαλείο του λυράρη. Ειδικά για τον Πόντιο λυράρη που μπορεί να το χειριστεί με αφάνταστη αριστοτεχνική μαεστρία και με ταχύτητα που μπορεί να φθάσει και στις επτά δοξαριές το δευτερόλεπτο.

Υλικό κατασκευής

Συνηθέστερο υλικό κατασκευής του σκάφους της ποντιακής λύρας είναι το ξύλο κοκκύμελου (δαμασκηνιάς), καθώς και τούτ (μουριά), ή καρυδιάς κ.ά., ενώ του καπακιού το ξύλο πεύκου. Η κατεύθυνση των νερών του ξύλου του καπακιού είναι κάθετη και το καπάκι τοποθετείται διαφορετικά ανάλογα με τον λυράρη (κεμεντζετσή) εάν αυτός είναι αριστερόχειρας ή δεξιόχειρας, καθώς η πυκνότητα των αυξητικών δακτυλίων (νερών) διαφοροποιείται από την μία στην άλλη πλευρά. Το σκάφος της λύρας μπορεί να κατασκευαστεί με διάφορους τρόπους. Ένα σκάφος μπορεί να είναι σκαφτό (δηλαδή σκαμμένο μονοκόμματο ξύλο) ή με συγκόλληση μονοκόμματων επιφανειών (πλευρά, ράχη) ή με συγκόλληση πολλών μικρών τμημάτων διαφορετικών ξύλων (όπως πχ το ηχείο ενός μπουζουκιού). Η τελευταία μέθοδος ονομάζεται "τογραμαλί".

Οι ίνες του τοξαριού είναι τρίχες ουράς αλόγου και ονομάζονται "τσάρια" (τshάρια).

 

Κατασκευαστές

Στα κυρίαρχα στοιχεία της ποντιακής λύρας ιδιαίτερη θέση κατέχει ο κατασκευαστής αυτής όπου θεωρητικά είναι και ο πρωταγωνιστής όχι μόνο της ύπαρξής της όσο και της συμμετοχής της στα διάφορα δρώμενα της ποντιακής πολιτιστικής σκηνής μέσα στο ιδιαίτερο ποντιακό υφολογικό ιδίωμα φθάνοντας έτσι σε μια μουσική δημιουργία υψηλών προδιαγραφών. Χάρη σ΄ αυτή ο λαϊκός παραδοσιακός ιστός μπορεί να πλέκει τραγουδιστά όλα τα συναισθήματα σε χορευτικά ρυθμικά σχήματα, σπουδαίες μουσικές φόρμες που να μπορούν να ξεσηκώνουν τα σώματα των Ποντίων σε ρωμαλέους ρυθμικούς χορούς μικτών και άνισων μέτρων, που ομολογουμένως γιγαντώνουν τις ποντιακές ψυχές σε σημείο που να δίδουν με παραστατικότητα την αίσθηση της ψυχικής ανάτασης.

Ύμνος στη Λύρα

Σύρω το τοξάρι μ΄ δεξιά, ανοίγουνταν γεράδες*

Παίρω και συρ΄ ατό ζερβά, κλαινίζω* τσι μανάδες.

Για πέει με, λύρα μ΄ έμορφον, πως εγροικάς ατά όλια;

Και το λαλόπο σ΄ το γλυκόν, πως παίρ΄ λαρών* τα πόνια;

Τα πλούτα ας είναι τη ζαγκίν*, κ΄ εσύ τ΄ εμόν ας είσαι,

Σ΄ όλια τα τέρτα μ΄ ση χαρά, μ΄ σύ μοναχόν κανείσαι*,

Η ψη μ΄ τ΄ απέσ΄ όσταν πονεί, όσταν τζιζ΄ το καρδόπο μ΄,

Εσέναν παίρω μετ΄ εμέν και τραγωδώ τ΄ αρνόπο μ΄.

Γεννίγομες κι ουλ χάρουνταν, εσύ έρχες΄ πυρίκ΄ς μας

Κι ους να γερούμ΄ και δάνομε, εσύ χαριεντερίεις μας

Πάππον προς πάππον μετ΄ εσέν έρχομες και θα πάμε

Σουμάδα*, γάμον, φαγοπότ΄, μετ΄ εσέναν ευτάμε.

Λες μας ντ΄ εποίν΄ ναν* τ΄ εμετέρ΄ ΄ς* σα παλαιά τα χρόνια

Κ΄ εσύ θα λες ξαν ουλτς τσι νέοις τ΄ εμέτερα τα πόνια

Λες τη κυρού μ΄ τα έργατα τη μάνας-ι-μ΄ τα δάκρα,

Εσύ κλαινίεις ξενιτεμέντς, πέραν΄ ς σα θαλασσάκρα,

Και ΄ς σο ταφίν εμούν απάν΄ εσύ μοιρολογάς μας,

Εσύ εξέρτς το βάλσαμον, εσύ παρηγοράς μας!

Και λες…και κλαις…και χάρεσαι….

(Πολύκαρπος Χάιτας)

γεράδες = πληγές

κλαινίζω = προκαλώ το θρήνο, κλάμα

λαρών = γιατρεύει

ζαγκίν = πλούσιος

κανείσαι = φτάνεις

σουμάδα = αρραβώνες

εποίναν = έκαναν

εμετέρ΄ ΄ς = ημέτερα, δικά μας

 

ΚΟΠΗ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ

2014-01-24 09:32

Το Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014 η Εύξεινος Λέσχη Σερρών θα κόψει την πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα στις εγκαταστάσεις της στις 18:30. 

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΧΟΡΕΥΤΙΚΩΝ ΕΥΞΕΙΝΟΥ ΛΕΣΧΗΣ

2014-01-23 12:55

ΣΑΒΒΑΤΟ:

17:00-18:00   Πολύ μικρό χορευτικό

18:00-19:00   Μικρό χορευτικό

19:00-20:00   Α΄ Χορευτικό ενηλίκων

20:00-21:00   Β΄ Χορευτικό ενηλίκων

ΤΡΙΤΗ:

21:00-22:00  Χορευτικό ενηλίκων

 

Χοροδιδάσκαλοι:Καρακασίδης Σάββας,Ζαγγελίδου Αλεξάνδρα

 

 

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ

2014-01-23 11:17

Ο Πόντος είναι η ελληνική ονομασία της γεωγραφικής περιοχής των ΒΑ. ακτών της Μικράς Ασίας, η παράλια περιοχή της Καππαδοκίας, ανατολικά της Παφλαγονίας, η οποία σήμερα ανήκει στην Τουρκία. Η γεωγραφική θέση του Πόντου ορίζεται δυτικά από τον ποταμό Παρθένιο της Βιθυνίας, νότια από την οροσειρά Ολγασύς, ανατολικά από τη λεγόμενη Μικρή Αρμενία και βόρεια από τη θάλασσα του Ευξείνου Πόντου που σήμερα ονομάζεται και Μαύρη Θάλασσα (τουρκικά: Καρά-Ντενίζ).
Ο Πόντος υπήρξε στην αρχαιότητα πεδίο έντονου ελληνικού αποικισμού αλλά και βασίλειο επί Μιθριδάτη. Στην ύστερη βυζαντινή περίοδο, ξαναϋπήρξε ως ανεξάρτητο κράτος. Μέχρι το 1923 και την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε κατ΄ επιταγή της Συνθήκης της Λωζάνης κατοικούνταν, σε σημαντικό ποσοστό, από ελληνόφωνους χριστιανικούς και μουσουλμανικούς πληθυσμούς.

Αρχαιότητα

Στους αρχαίους συγγραφείς, Ησίοδο, Πίνδαρο και στους μεταγενέστερους, η λέξη "Πόντος", όταν χρησιμοποιείται για να ονομάσει θαλάσσιο χώρο, ταυτίζεται με τον Εύξεινο Πόντο. Στους αττικούς ρήτορες η ονομασία "Πόντος" αποδίδεται στην Ταυρική χερσόνησο (Κριμαία), ενώ αργότερα μετά τον Ηρόδοτο και, κυρίως, έπειτα από τον Ξενοφώντα (Κύρου Ανάβασις), οι γεωγράφοι και οι συγγραφείς "Πόντο" αποκαλούν τη νότια περιοχή του Εύξεινου Πόντου, που περιλαμβάνει τον παραλιακό χώρο ανάμεσα στον Άλυ ποταμό και την κολχίδα, ανατολικά της Τραπεζούντας, από την πόλη Διοσκουριάδα ως το δυτικό τμήμα της Σινώπης. Τοποθετώντας την περιοχή αυτή σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο κατά την αρχαιότητα, μπορούμε να την χωρίσουμε στις εξής ιστορικές περιόδους.

Προελληνική αρχαιότητα

Σύμφωνα με πληροφορίες των Ηρόδοτου, Αισχύλου, Ξενοφώντα, καθώς και του Στράβωνα (65 π.Χ.-23 μ.Χ.), στο εσωτερικό της ποντιακής γης ζούσαν διάφοροι γηγενείς λαοί, μερικοί από τους οποίους τα κατοπινά χρόνια εξελληνίστηκαν ή, κατά την ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, σταδιακά εκχριστιανίστηκαν, όπως έγινε και στις υπόλοιπες ελληνιστικές και βυζαντινές περιοχές.

Από τους λαούς αυτούς πιο γνωστοί στους Έλληνες υπήρξαν οι Κόλχοι ή Λαζοί, οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή της Λαζίας (Lazona), ανατολικά της Τραπεζούντας, και είχαν πάρει το όνομα τους από τον απόγονο του Αιήτη, Κόλχο. Διακρίνονταν σε πολλές φυλές, όπως Μαχελόνες, Ζυνδρείτες, Άψιλες (Αψίλιους), Αβασγοούς κ.ά. και κατά τον Ηρόδοτο, ήταν αιγυπτιακής καταγωγής, υπολείμματα των στρατευμάτων του Αιγύπτιου βασιλιά Σέσωστρη, που είχε εκστρατεύσει στον Πόντο. Αυτή η άποψη του Ηροδότου όμως, αντιφάσκει με το γεγονός ότι η γλωσσά των σύγχρονων Λαζών και του συγγενικού τους φίλου, των Μιγγρελίων της Γεωργίας, δεν έχει καμιά σχέσει με την γλωσσά των αρχαίων Αιγυπτίων διότι τα λαζικά και τα μιγγρέλικα ανήκουν στον γλωσσολογικό κλάδο των γλωσσών του Νότιου Καυκάσου, όπως και η γεωργιανή γλωσσά, ενώ τα αρχαία αιγυπτιακά ανήκουν σε έναν τελείως διαφορετικό γλωσσολογικό κλάδο, αυτόν της αφροασιατικής ομογλωσσίας.

Ο ελληνικός αποικισμός

Όλοι οι προηγούμενοι μύθοι λειτούργησαν σαν μαγνήτες που τράβηξαν τις μεγάλες μάζες των Ελλήνων μεταναστών απ’ τη Ελλάδα στη Μικρά Ασία και τον Πόντος. Η εποχή του μεγάλου αποικισμού ξεκινά τον 8ο αι. π.Χ. με τη Μίλητο της Ιωνίας να αποικίζει τα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Σαν πρώτη αποικία αναφέρεται η Σινώπη, πόλη–Μητρόπολη που με την σειρά της αποίκισε όλα τα παράλια του Εύξεινου Πόντου ιδρύοντας άλλες φημισμένες πόλεις. Όμορφη και επιβλητική, η Σινώπη αναδείχθηκε γρήγορα σε ένα αξιόλογο λιμάνι, αποκτώντας πολυάριθμο στόλο και ισχύ. Απ’ αυτήν κατάγεται ο φιλόσοφος Διογένης, ο διασημότερος εκπρόσωπος της κυνικής σχολής στην αρχαιότητα.

Η περσική κυριαρχία

Μετά την κατάλυση του μηδικού κράτους από τον Κύρο των Περσών, ο Πόντος θα περάσει στην κηδεμονία της Περσίας, χωρίς να γνωρίσει τους καταστροφικούς πολέμους της περσικής επέκτασης. Οι πόλεις, κυρίως της μικρασιατικής παραλίας μέχρι την Κολχίδα, επί περσικής επικυριαρχίας, υπάγονταν στο μέγα βασιλέα, ενώ διατηρούσαν παράλληλα εσωτερική αυτονομία. Επί της δυναστείας των Αχαιμενιδών, οι πόλεις της ανατολικής μικρασιατικής παραλίας υπάγονταν στην ίδια σατραπεία, αλλά η κυριαρχία τους ήταν περισσότερο τυπική, διότι επί Ξενοφώντα πολλές από τις γειτονικές φυλές ήταν σχεδόν ανεξάρτητες και πολεμούσαν συχνά τις ελληνικές πόλεις. Οι Πέρσες αυτονομούν επίσης τον Πόντο από την οικονομική ζωή του Αιγαίου, δημιουργώντας την εμπορική οδό από την Έφεσο ως τα Σούσα, μέσω της οποίας οι μεταφορές γίνονταν δια ξηράς, λόγω περισσότερης ασφάλειας και συντομίας, αφού τα προϊόντα διοχετεύονταν κατευθείαν στη μεγάλη αγορά της Μεσοποταμίας. Σύμφωνα δε με τον Ξενοφώντα και τον Ηρόδοτο, η Τραπεζούντα και η γύρω από αυτήν περιοχή δεν είχαν γνωρίσει τον περσικό ζυγό, λόγω του ότι οι Κόλχοι και οι Χαλδαίοι είχαν παραμείνει αυτόνομοι, αφού ο Δαρείος ασχολήθηκε περισσότερο με τον ελληνικό χώρο, ο Κύρος νικήθηκε στο μέτωπο των σκυθικών χωρών και ο Καμβύσης στράφηκε κυρίως στην Αίγυπτο και την Αραβία.

Σημαντικές πληροφορίες για τις ελληνικές πόλεις του Πόντου, κατά τη διάρκεια της περσικής επικυριαρχίας, αποκομίζονται από έργο του Ξενοφώντα «Κύρου Ανάβασις», όπου περιγράφεται η Κάθοδος των Μυρίων (401-400 π.Χ.), των Ελλήνων δηλαδή στρατιωτών που πολέμησαν ως μισθοφόροι στο πλευρό του Κύρου εναντίον του αδελφού του, Αρταξέρξη. Μετά τη συμπλοκή όμως των δύο αδελφών και το θάνατο του Κύρου, οι Έλληνες βρέθηκαν μόνοι στο εσωτερικό της εχθρικής χώρας προσπαθώντας με τεράστιες δυσκολίες να φτάσουν στα ελληνικά εδάφη. Όταν από το όρος Θήχης αντίκρισαν τη θάλασσα (Εύξεινος Πόντος), ένιωσαν ότι βρίσκονται στην Ελλάδα. Στο έργο αναφέρεται η άφιξη τους στην Τραπεζούντα (401 π.Χ.) η οποία ήταν υποτελής στη μητρική πόλη Σινώπη, καθώς και η βοήθεια όλων των άλλων Ελλήνων κατοίκων των παράλιων αποικιών του Εύξεινου Πόντου — Κερασούντας, Κοτυώρων, Σινώπης, Ηράκλειας— για να διεκπεραιωθούν στη Θράκη.

Εποχή του Μ. Αλεξάνδρου

Κατά την εποχή ανάμεσα στο πέρασμα του Ξενοφώντα μέχρι την κοσμοκρατορία του Μ. Αλεξάνδρου, η Τραπεζούντα και όλες οι ελληνικές αποικιακές πόλεις του Ευξείνου απόλαυσαν περιόδου ειρήνης και ευημερίας, επεκτεινόμενες επίσης όχι μόνο στα παράλια μέρη, αλλά και προς το εσωτερικό της περιοχής, εξελληνίζοντας συνέχεια όλο και περισσότερα φύλα. Με αυτό τον τρόπο ενισχύθηκαν και ανακάλυψαν νέες πηγές πλούτου, όπως άργυρο, χαλκό και σίδηρο, μέταλλα που βρίσκονταν ακόμα και στις δασώδεις και ορεινές περιοχές. Ως εξελληνισμένες περιοχές κατά την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου αναφέρονται τα Κόμανα, τα Κάβειρα, η Γαζίουρα και η Αμάσεια. Την ίδια περίοδο η Τραπεζούντα, τα Κοτύωρα, η Αμισός και η Σινώπη βρίσκονταν σε υψηλό επίπεδο εμπορικής και πολιτικής δύναμης όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από τα πολυάριθμα νομίσματα, έχοντας παράλληλα απόλυτη αυτονομία και ανεξαρτησία. Αναφέρεται μάλιστα ότι ο Μ. Αλέξανδρος επανέφερε το δημοκρατικό πολίτευμα στην πόλη Αμισό, που το είχε στερηθεί επί Περσοκρατίας. Με λίγα λόγια, η ελληνική παιδεία, ο ελληνικός τρόπος ζωής και η ελληνική γλώσσα θα εξαπλωθούν σε όλες τις αποικίες και, μέσω των στενών του Ελλησπόντου, θα ανοίξουν δρόμους για εμπορικές συναλλαγές, μεγαλώνοντας έτσι την οικονομική και πολιτιστική αίγλη των ελληνικών ποντιακών πόλεων.

Το Βασίλειο του Πόντου

Κατά την περίοδο των μεταλεξανδρινών χρόνων ιδρύθηκε στην περιοχή του Πόντου ένα βασίλειο με ισχυρά ελληνικές επιρροές, γνωστό ως ελληνιστικό βασίλειο του Πόντου (302/301-64/63 π.Χ.). Δημιουργός του κράτους υπήρξε ο πρώην σατράπης της Κίου, Μιθριδάτης, ο οποίος έκανε πρωτεύουσά του την Αμάσεια. Αρχικά το κράτος αυτό περιελάμβανε την Καππαδοκία (Μεγάλη Καππαδοκία και Καππαδοκία του Πόντου), αλλά αργότερα επεκτάθηκε και στις ελληνικές πόλεις των ακτών του Ευξείνου. Ανάμεσα στις νέες κτήσεις του Μιθριδάτη περιλαμβανόταν και η Τραπεζούντα. Στη συνέχεια, στο βασίλειο ενσωματώθηκαν και διάφορες φυλές εξ ανατολών, όπως Τιβαρηνοί, Μοσσύνοικοι, Μάκρωνες κ.ά. Οι ανεπτυγμένες ελληνικές πόλεις παρέμειναν εμπορικά κέντρα, ενώ η καλλιέργεια της γης αποτελούσε την κύρια απασχόληση των κατοίκων, ιδιαίτερα στις κοιλάδες και τα δέλτα των ποταμών. Μεγάλη υπήρξε επίσης και η εκμετάλλευση των πλούσιων κοιτασμάτων αργύρου, σιδήρου, χαλκού. Περί το 2ο αι. π.Χ. το Κράτος του Πόντου εγκαινίασε επιθετική πολιτική με την κατάληψη της Σινώπης από το Φαρνάκη Α’ (βασ. 185-169 π.Χ.), καθώς και των Ποντικών Ορέων και της παραλιακής ζώνης του Ευξείνου (Κερασούντα, Κύτωρο, Αρμήνη κ.ά.). Αφού στο βασίλειο συμπεριλήφθηκε και η Τραπεζούντα, επί Φαρνάκη Α’ και των διαδόχων του ευνοήθηκαν οι οικονομικές συμφωνίες με τη χερσόνησο της Κριμαίας, καθώς και οι πολιτικοί και οικονομικοί δεσμοί με τη Δήλο και την Αθήνα. Κατά την εποχή της βασιλείας του Μιθριδάτη Ε’ του Ευεργέτη (περίπου 150-120 π.Χ.) δημιουργήθηκε μισθοφορικός στρατός σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα. Το βασίλειο του Πόντου έφτασε στο υψηλότερο σημείο της ακμής του επί Μιθριδάτη ΣΤ’ Ευπάτορα (120-63 π.Χ.), ο οποίος, επιχειρώντας να πραγματοποιήσει τη φιλοδοξία του για την ίδρυση εξελληνισμένου ασιατικού κράτους, ήλθε αντιμέτωπος με την πανίσχυρη τότε ρωμαϊκή αυτοκρατορία και πραγματοποίησε εναντίον της 4 πολέμους, που είναι γνωστοί ως μιθριδατικοί πόλεμοι. Κατά τον α’ μιθριδατικό πόλεμο (89-84 π.Χ.) ο Μιθριδάτης, έχοντας ως σύμμαχο το βασιλιά της Αρμενίας, Τιγράνη, εξόντωσε 80.000, περίπου, Ρωμαίους που βρίσκονταν στη Μικρά Ασία («Εφέσιος Εσπερινός», 88 π.Χ.), πήρε με το μέρος του την Αθήνα, τη Βοιωτία και τη Λακεδαίμονα, κατέλαβε τη Δήλο και ανάγκασε τον επικεφαλής των ρωμαϊκών δυνάμεων, Λεύκιο Κορνήλιο Σύλλα, να υπογράψει τη συνθήκη της Δαρδάνου. Κατά το β’ πόλεμο (83-81) ο Μιθριδάτης κατέλαβε τμήμα της Καππαδοκίας. Οι γ’ και ο δ’ πόλεμοι απέβησαν μοιραίοι για τον Πόντιο βασιλιά, γιατί, αφού υπέστη αρχικά ήττες από το Ρωμαίο ύπατο, Μάριο Αυρήλιο Κόττα, στη Χαλκηδόνα, δέχτηκε το τελικό χτύπημα από τον Γναίο Πομπήιο (64 π.Χ.) που κατέλαβε τη Σινώπη και τελευταία την Τραπεζούντα (63 π.Χ.).

Σημαντικότερος ήταν ο τελευταίος βασιλιάς του Πόντου ο Μιθριδάτης Στ' Ευπάτωρ, ο οποίος διαδέχτηκε το 120 π.Χ. τον πατέρα του.

Αργυρό τετράδραχμο που απεικονίζει τον Αλέξανδρο με κέρατα.

Βυζαντινή εποχή

Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας

Με την κατάλυση του βυζαντινού κράτους από τους σταυροφόρους (1204) οι αδελφοί Αλέξιος και Δαβίδ, απόγονοι της αυτοκρατορικής δυναστείας των Κομνηνών, ίδρυσαν στην περιοχή του Πόντου ανεξάρτητο βασίλειο, γνωστό και ως «Αυτοκρατορία των Μεγάλων Κομνηνών». Στα 257 χρόνια της, ο Πόντος γνώρισε μεγάλη οικονομική ευμάρεια και πολιτιστική ακμή.

Το λιμάνι της Τραπεζούντας αναπτύχθηκε σε κέντρο εμπορίου, όπου έδρευαν προξενεία Γενουατών, Μασσαλιωτών, Βενετών, κ.ά. Οι τελωνειακοί φόροι και η παραγωγή μεταλλευμάτων εξασφάλιζαν την οικονομική ευρωστία του κράτους.

Οι Μεγαλοκομνηνοί ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για την καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών. Οι μονές του Πόντου έγιναν κέντρα πολιτιστικής ανάπτυξης, που προσέλκυσαν πολλούς λόγιους της πρώην Βασιλεύουσας. Πόντιοι λόγιοι όπως ο χρονικογράφος Μιχαήλ Πανάρετος, ο μαθηματικός και αστρονόμος Γρηγόριος Χιονιάδης και οι θεολόγοι Βησσαρίων, Γεώργιος Τραπεζούντιος και Γεώργιος Αμιρούτζης διέπρεψαν στις επιστήμες. Οι θαυμάσιες τοιχογραφίες και τα χειρόγραφα που σώζονται μαρτυρούν την ιδιαίτερη ανάπτυξη της ζωγραφικής, ενώ σπουδαία κτίσματα, εκκλησίες, μονές, ανάκτορα και δημόσια κτίρια δείχνουν τη λαμπρότητα της εποχής.

Με σύμβολο τον μονοκέφαλο αετό και προστάτη τον Άγιο Ευγένιο, πολιούχο Τραπεζούντας, οι Μεγαλοκομνηνοί διατήρησαν την αυτοκρατορία τους ως το 1461, οκτώ χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, οπότε υπέκυψε και ο Πόντος στους Οθωμανούς.

Η οθωμανική κυριαρχία

Ο Πόντος μοιράστηκε από τους Οθωμανούς σε δύο μπεηλερμπεάτα, κάτι σαν τα Θέματα των Βυζαντινών: της Τραπεζούντας και του «Ρουμ», δηλαδή των Ρωμιών, που περιλάμβανε τα δυτικά εδάφη και το εσωτερικό του Πόντου. Κατά τον 18ο αιώνα, στο χώρο του μικρασιατικού Πόντου υπήρχαν τρεις μητροπόλεις, η μητρόπολη Αμασείας με τίτλο μητροπολίτη «Υπέρτιμος και έξαρχος παντός Ευξείνου Πόντου», Νεοκαισαρείας και Ινέου με τίτλο «Υπέρτιμος και έξαρχος Πόντου Πολεμωνιακού» και Τραπεζούντας με τίτλο «Υπέρτιμος έξαρχος πάσης Λαζικής». Η ελληνική κοινωνία του μικρασιατικού Πόντου θα σημαδευτεί - όπως και κάθε άλλο μέρος του ελληνικού κόσμου- από τον εξισλαμισμό και την εμφάνιση του κρυπτοχριστιανικού φαινομένου. Το πρώτο κύμα εξισλαμισμών θα εμφανιστεί μετά την παράδοση της Τραπεζούντας στους Οθωμανούς. Οι χριστιανοί εκδιώκονται και περιθωριοποιούνται και οι εκκλησίες μετατρέπονται σε τεμένη. Στη Τραπεζούντα και στην περιφέρειά της οι εξισλαμισμοί θα λάβουν μεγάλη έκταση. Οκτώ χιλιάδες χριστιανοί από την πάλαι ποτέ πρωτεύουσα των Κομνηνών θα ιδρύσουν ορεινούς οικισμούς στην περιοχή της Θοανίας, που θα μείνει γνωστή ως Τόνια. Οι πληθυσμοί αυτοί θα εξισλαμιστούν στη συνέχεια. Το μεγάλο κύμα εξισλαμισμών θα ενσκήψει στα τέλη του 17ου αιώνα. Ο μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος πληροφορεί οτι οι εξισλαμισμοί στον Πόντο πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 1648-1687 από τις πιέσεις των φεουδαρχών, των Ντερεμπέηδων. Γράφει ο Χρύσανθος: "Ενεκα των από των Τερε-βέηδων πιέσεων τούτων και των δεινών διωγμών οι από του ποταμού Ακάμψιος (Τσορόχ) μέχρι Τραπεζούντος συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, οι κατοικούντες τας περιφερείας Ριζαίου, Οφεως, Σουρμένων και Γημωράς εξισλαμίστηκαν αθρόως. Οι χριστιανοί της περιφέρειας Οφεως είχον εξισλαμισθεί κατά την παράδοσιν ομού μετά του επισκόπου αυτών Αλεξάνδρου μετονομασθέντος Ισκεντέρ...". Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος επισκέφθηκε την Τραπεζούντα το 1681 και δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τον εξισλαμισμό των Ελλήνων. Αναφέρει ότι τον χρόνο της επίσκεψής του επραγματοποιήθει ο εξισλαμισμός των ελληνικών πληθυσμών της Θοανίας, της Τόνγιας. Σε οθωμανικό ντοκουμέντο που αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της ζωής του υπόδουλου ποντιακού ελληνισμού ένα αιώνα μετά την άλωση της Τραπεζούντας συμπεραίνεται ότι "θεώρησαν πιο αρμόζον και συμφέρον γι αυτούς να αλλαξοπιστήσουν για να βελτιώσουν την κοινωνική τους κατάσταση." Από τα τέλη του 17ου αιώνα θα ξεκινήσει η εκπαιδευτική κίνηση στον Πόντο όπως και στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Η Τραπεζούντα θα εξελιχθεί σε κέντρο των ελληνικών γραμμάτων. Το πρώτο σχολείο που λειτούργησε ήταν το «Φροντιστήριον Τραπεζούντος» το 1682. Στη Σινώπη υπήρχε ελληνικό σχολείο από το 1675. Στην Αργυρούπολη ιδρύθηκε το 1733 και στα τέλη του 18ου αιώνα ιδρύθηκαν σχολεία στη Σαμψούντα και στην Κερασούντα. Κατά το 19ο αιώνα εκατοντάδες ελληνικά και αλληλοδιδακτικά σχολεία ιδρύθηκαν στον Πόντο.