ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

2014-01-26 16:59

Η Ποντιακή λύρα είναι το κατ΄ εξοχήν μουσικό λαϊκό όργανο των Ελλήνων του Πόντου που ανήκει στην κατηγορία των εγχόρδων τοξοτών μουσικών οργάνων, δηλαδή που χειρίζονται με τόξο (κοινώς δοξάρι, ποντιακά: τοξάρ). Το μήκος του κυμαίνεται από 55 μέχρι 60 εκατοστά.

Γενικά

Η ποντιακή λύρα είναι ένα τρίχορδο πλήρες μουσικό όργανο στη κατηγορία του και για τους σκοπούς που χρησιμοποιείται. Χορδίζεται «κατά τέταρτα» και συνοδεύει τραγούδι και χορό. Διακρίνεται από τη μοναδικότητα της φιαλόσχημης μορφής του με μακρύ λαιμό και στενόμακρο ηχείο, που φέρεται να μην έχει αλλάξει από την πρώτη του εμφάνιση. Κατά κανόνα ο τρόπος χειρισμού, παιξίματός της παρουσιάζει χαρακτηριστικά στοιχεία βυζαντινής προέλευσης.
Κατά τη χρήση του οργάνου ο Πόντιος λυράρης «παίζει» τη λύρα είτε όρθιος είτε καθιστός. Συχνότερα όμως βρίσκεται στη μέση του κυκλικού χορού παίζοντας εύθυμα και διεγείροντας τους χορευτές.

Η Ποντιακή λύρα φέρεται επίσης και με το όνομα κεμετζές (αρσενικό ο), ή κεμεντζέ (θηλυκό, η), όνομα που κατά τους ερευνητές πιθανότερα να προέρχεται από την περσική λέξη «καμάτσια» που ως είδος λύρας εμφανίσθηκε στη Β. Περσία τον 10ο αιώνα (μ.Χ.), χωρίς να παραγνωρίζεται η πιθανότητα να προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη κέλης (= σκάφος) ή το ρήμα κέλομαι (= παροτρύνω) με μετάπτωση του λ σε μ. Η Ποντιακή λύρα έγινε περισσότερο γνωστή στην Ελλάδα μετά την γενοκτονία των Ποντίων και τον ολοκληρωτικό ξεριζωμό τους την περίοδο 1922 – 1923.

Καταγωγή

Για την καταγωγή της ποντιακής λύρας σημαντικές πληροφορίες έχει δώσει ο Γάλλος μουσικοσυνθέτης και ιστορικός μουσικός Βιντάλ Λουΐ Αντουάν (Vidal Luis Antoine) ο οποίος στο σπουδαίο τρίτομο έργο του έχει συμπεριλάβει κατασκευές μουσικών οργάνων σχεδόν όλων των ιστορικών περιόδων όπως επίσης και σπουδαίους μουσικούς εκτελεστές (οργανοπαίκτες).
Ειδικότερα για την ποντιακή λύρα την παρομοιάζει με τα έγχορδα μουσικά όργανα της Δύσης (Ευρώπης) όπως π.χ. με το Ποκέτ (Pochette) της Γαλλίας και το Κιτ (Kit) της Αγγλίας που από τον 16ο αιώνα μέχρι και το τέλος του 18ου αιώνα ήταν τα κατ΄ εξοχή μουσικά όργανα χορού, δίνοντας πρόσθετη πληροφορία ότι το τριγωνικό κεφάλι της ποντιακής λύρας έχει θρησκευτικό χαρακτήρα που συμβολίζει την Αγία Τριάδα.

Ένας άλλος επίσης σπουδαίος μουσικός ερευνητής βαθύς γνώστης, δάσκαλος και συγγραφέας της αρχαιοελληνικής, βυζαντινής και δυτικής (ευρωπαϊκής) μουσικής είναι ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος του Δυρραχίου που καταγόταν από τη Μάδυτο. Ο Χρύσανθος σημειώνει χαρακτηριστικά ότι από τα μέσα του 15ου αιώνα υφίστανται τριών ειδών λύρες:

1.    η τρίχορδη λύρα, η οποία ήταν αποκλειστικό μουσικό όργανο των Ελλήνων του Πόντου.

2.    η τετράχορδη λύρα, που αναπτύχθηκε στη Δύση και ονομάστηκε βιολί, και

3.    η επτάχορδη λύρα, που έφερε το αραβοπερσικό όνομα Κεμάν ή Κεμενέ, που ίσως και αυτό ν΄ αποτελούσε αρχικά όργανο των Ελλήνων του Πόντου που το χρησιμοποιούσαν σε πολύ επίσημες γιορτές.

Τέλος άλλοι ιστορικοί του είδους θεωρούν την ποντιακή λύρα παραλλαγή του τρίχορδου αραβικού του ανακτόρου Ρεμπράμπ.

Περιγραφή μερών

Ποντιακή λύρα - Κεμεντσές

#

Ποντιακή ονομασία

Σημασία

Λειτουργία

1

Το κιφάλ

Η κεφαλή

Κλειδοκράτορας

2

Τα ωτία

Αυτά (ώτα)

Κλειδιά (σήμερα μηχανικά)

3

Η γούλα

Λαιμός

Ράχη, σημείο ανάπαυσης του αντίχειρα

4

Η γλώσσα

Γλώσσα, ταστιέρα

Ταστιέρα

5

Το καπάκ

Καπάκι, κάλυμμα

Ηχείο

6

Τα ρωθώνια

Ρουθούνια

Οπές ηχείου (ονομάζονται «αυτιά» στο βιολί)

7

Ο γάιδαρον

Καβαλάρης, γάιδαρος

καβαλάρης, γέφυρα

8

Το παλικάρ

Παλικάρι

Χορδοστάτης (σημείο εκκίνησης ή «αγκυροβόλησης» των χορδών)

9

Το σκαφίδ

Σκάφος

κυρίως σώμα (ηχείο)

10

Το στυλάρ

Στυλιάρι

ψυχή (εσωτερικό εξάρτημα του οργάνου)

11

Τα κόρδας

Χορδές

Χορδή

Η Ποντιακή λύρα διακρίνεται στα ακόλουθα χαρακτηριστικά μέρη: Κύριο σώμα, εξαρτήματα και το τόξο

Κύριο σώμα

1.    Το κυρίως σώμα του οργάνου, ονομάζεται "σκάφος", έίναι φιαλόσχημο και συγκροτείται από:

2.    Το καπάκι ή καπάκ που είναι η άνω επιφάνεια του σκάφους.

3.    Ο βραχίονας, ή λαιμός, ή γούλα, ή μπράτσο.που είναι το πάνω μέρος του οργάνου που βαστάει ο λυράρης με το αριστερό χέρι.

4.    Η γλώσσα, ή ταστιέρα, ή σπαλέρ (άλλοι ονομάζουν σπαρέλ, εκ του ιταλικού "σπαλιέρα" (= περίφραγμα), που ονομάζεται έτσι το ειρεισίνωτο

5.    Το κεφάλι, ή κιφάλ , ή κεφαλή, το ανώτερο τμήμα του οργάνου

6.    Η ράχη (ή ράshια), ή πλάτη, το πίσω μέρος του οργάνου.

7.    Η ψυχή, ή στυλάρ, ή στουλάρ, πρόκειται για ένα ευλίγιστο σχετικά ξύλο που είναι σφηνωμένο στο εσωτερικό του οργάνου μεταξύ ηχείου (καπακιού) και της πλάτης (ράχης).

8.    Τα μάγουλα, ή μάγλα λέγονται οι πλευρές (δεξιά και αριστερά) του οργάνου (σκάφους)

9.    Τα ρωθώνια, ή ρουθούνια: λέγονται αυτά που σχηματίζουν μικρά τόξα και στις άκρες τους φέρουν τρύπες όπως οι προηγούμενες.

Εξαρτήματα

1.    Τα ωτία, ή αυτιά, ή κλειδιά: τρία ξύλινα εξαρτήματα σχήματος Τ στα οποία που σφηνώνονται σε τρύπες της τριγωνικής κεφαλής όπου τυλίγονται οι άνω άκρες των χορδών. Σήμερα χρησιμοποιούνται μηχανικά ωτία με γρανάζια.

2.    Το παλικάρι, ή παλικάρ, ή χορδοκράτης: είναι ξύλινο εξάρτημα σχήματος μακρόστενου Δ, που βρίσκεται στο κάτω μέρος, πάνω στο οποίο στερεώνονται οι κάτω άκρες των χορδών.

3.    Ο καβαλάρης, ή γάιδαρον, ή γαϊδούρι, ή γέφυρα, εξάρτημα που φέρει τρεις χαράξεις - εγκοπές από τις οποίες φέρονται οι τρεις χορδές για να μη μετακινούνται δεξιά - αριστερά.

4.    Οι χορδές, (τρεις), που στερεώνονται στο παληκάρ και, όπου μέσα από τις τρεις οπές του που βρίσκονται στο πάνω μέρος του, φέρονται πάνω από τις εγκοπές του καβαλάρη και καταλήγουν στα ωτία, απ΄ όπου γίνεται η διαδικασία του χορδίσματος (και όχι κουρδίσματος που λανθασμένα έχει επικρατήσει). Από το σημείο του καβαλάρη οι χορδές στην οριζόντια όψη τους ισαπέχουν μεταξύ τους μέχρι το λαιμό όπου αρχίζουν ελαφρά να συγκλίνουν πάνω από το κέντρο της γλώσσας καταλήγοντας στα ωτία.

Οι χορδές φέρουν τις ονομασίες "ζιλλ", "μεσαία" και "χαμπά" και χορδίζονται άλλοτε σε ψηλό τόνο λεγόμενο "ζήλεια" και άλλοτε σε χαμηλό, λεγόμενο "καπάνια". Οι χορδές της ποντιακής λύρας μέχρι το 1920 ήταν από μετάξι και παρήγαν ωραίο μελωδικό πλην όμως χαμηλό ήχο. Σήμερα οι χορδές είναι μεταλλικές σε τόνους λαμι και σι.

Τόξο

Το Τόξο ή "τοξάρ" ή "δοξάρι" είναι ξεχωριστό εργαλείο και απαραίτητο για τη χρήση του οργάνου. Το όνομά του προέρχεται από το τόξο που δημιουργούν οι ίνες του. Πρόκειται για μακρύ ξύλινο όργανο, μήκους περίπου 60 εκατοστών, που φέρει δύο πλευρές η μπροστινή πλευρά φέρει δέσμη ινών που καταλήγουν στις άκρες του, η πάνω που λέγεται "μύτη" και η κάτω που λέγεται "τακούνι". Οι ίνες περνώντας από τη μύτη καταλήγουν στο τακούνι όπου δένονται εκεί με δέρμα. Το σημείο αυτό που είναι κυλινδρικό κρατιέται με το δεξί χέρι του οργανοπαίκτη και με το μέσο και παράμεσο δάκτυλο πιέζεται ώστε η δέσμη να διατηρείται τεντωμένη.

Η κατασκευή του τοξαριού πρέπει να είναι αρκετά προσεγμένη δεδομένου ότι αποτελεί το άλφα και το ωμέγα ως εργαλείο του λυράρη. Ειδικά για τον Πόντιο λυράρη που μπορεί να το χειριστεί με αφάνταστη αριστοτεχνική μαεστρία και με ταχύτητα που μπορεί να φθάσει και στις επτά δοξαριές το δευτερόλεπτο.

Υλικό κατασκευής

Συνηθέστερο υλικό κατασκευής του σκάφους της ποντιακής λύρας είναι το ξύλο κοκκύμελου (δαμασκηνιάς), καθώς και τούτ (μουριά), ή καρυδιάς κ.ά., ενώ του καπακιού το ξύλο πεύκου. Η κατεύθυνση των νερών του ξύλου του καπακιού είναι κάθετη και το καπάκι τοποθετείται διαφορετικά ανάλογα με τον λυράρη (κεμεντζετσή) εάν αυτός είναι αριστερόχειρας ή δεξιόχειρας, καθώς η πυκνότητα των αυξητικών δακτυλίων (νερών) διαφοροποιείται από την μία στην άλλη πλευρά. Το σκάφος της λύρας μπορεί να κατασκευαστεί με διάφορους τρόπους. Ένα σκάφος μπορεί να είναι σκαφτό (δηλαδή σκαμμένο μονοκόμματο ξύλο) ή με συγκόλληση μονοκόμματων επιφανειών (πλευρά, ράχη) ή με συγκόλληση πολλών μικρών τμημάτων διαφορετικών ξύλων (όπως πχ το ηχείο ενός μπουζουκιού). Η τελευταία μέθοδος ονομάζεται "τογραμαλί".

Οι ίνες του τοξαριού είναι τρίχες ουράς αλόγου και ονομάζονται "τσάρια" (τshάρια).

 

Κατασκευαστές

Στα κυρίαρχα στοιχεία της ποντιακής λύρας ιδιαίτερη θέση κατέχει ο κατασκευαστής αυτής όπου θεωρητικά είναι και ο πρωταγωνιστής όχι μόνο της ύπαρξής της όσο και της συμμετοχής της στα διάφορα δρώμενα της ποντιακής πολιτιστικής σκηνής μέσα στο ιδιαίτερο ποντιακό υφολογικό ιδίωμα φθάνοντας έτσι σε μια μουσική δημιουργία υψηλών προδιαγραφών. Χάρη σ΄ αυτή ο λαϊκός παραδοσιακός ιστός μπορεί να πλέκει τραγουδιστά όλα τα συναισθήματα σε χορευτικά ρυθμικά σχήματα, σπουδαίες μουσικές φόρμες που να μπορούν να ξεσηκώνουν τα σώματα των Ποντίων σε ρωμαλέους ρυθμικούς χορούς μικτών και άνισων μέτρων, που ομολογουμένως γιγαντώνουν τις ποντιακές ψυχές σε σημείο που να δίδουν με παραστατικότητα την αίσθηση της ψυχικής ανάτασης.

Ύμνος στη Λύρα

Σύρω το τοξάρι μ΄ δεξιά, ανοίγουνταν γεράδες*

Παίρω και συρ΄ ατό ζερβά, κλαινίζω* τσι μανάδες.

Για πέει με, λύρα μ΄ έμορφον, πως εγροικάς ατά όλια;

Και το λαλόπο σ΄ το γλυκόν, πως παίρ΄ λαρών* τα πόνια;

Τα πλούτα ας είναι τη ζαγκίν*, κ΄ εσύ τ΄ εμόν ας είσαι,

Σ΄ όλια τα τέρτα μ΄ ση χαρά, μ΄ σύ μοναχόν κανείσαι*,

Η ψη μ΄ τ΄ απέσ΄ όσταν πονεί, όσταν τζιζ΄ το καρδόπο μ΄,

Εσέναν παίρω μετ΄ εμέν και τραγωδώ τ΄ αρνόπο μ΄.

Γεννίγομες κι ουλ χάρουνταν, εσύ έρχες΄ πυρίκ΄ς μας

Κι ους να γερούμ΄ και δάνομε, εσύ χαριεντερίεις μας

Πάππον προς πάππον μετ΄ εσέν έρχομες και θα πάμε

Σουμάδα*, γάμον, φαγοπότ΄, μετ΄ εσέναν ευτάμε.

Λες μας ντ΄ εποίν΄ ναν* τ΄ εμετέρ΄ ΄ς* σα παλαιά τα χρόνια

Κ΄ εσύ θα λες ξαν ουλτς τσι νέοις τ΄ εμέτερα τα πόνια

Λες τη κυρού μ΄ τα έργατα τη μάνας-ι-μ΄ τα δάκρα,

Εσύ κλαινίεις ξενιτεμέντς, πέραν΄ ς σα θαλασσάκρα,

Και ΄ς σο ταφίν εμούν απάν΄ εσύ μοιρολογάς μας,

Εσύ εξέρτς το βάλσαμον, εσύ παρηγοράς μας!

Και λες…και κλαις…και χάρεσαι….

(Πολύκαρπος Χάιτας)

γεράδες = πληγές

κλαινίζω = προκαλώ το θρήνο, κλάμα

λαρών = γιατρεύει

ζαγκίν = πλούσιος

κανείσαι = φτάνεις

σουμάδα = αρραβώνες

εποίναν = έκαναν

εμετέρ΄ ΄ς = ημέτερα, δικά μας